από πετρος 06/08/2011 11:42 πμ.
Θεματικές: Ασία, Ιστορία - Θεωρία,
η ιστορία της Συρίας, οι κινήσεις για την ανεξαρτησία της, και η πορεία του ΚΚ Συρίας στη φάση μετά τη φυγή των Γάλλων
post image Η Συριακή Εθνική Επανάσταση, το Μπάαθ, το ΚΚ Συρίας και ο Χάλεντ Μπακντάς
Περιεχόμενα:
- Εισαγωγή- Ο παναραβισμός στη Μέση Ανατολή
- i.Συρία: ο τόπος, οι λαοί και η θρησκεία
- ii.Η πρώιμη ιστορία της Συρίας ως την Οθωμανική Αυτοκρατορία
- iii.Το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας & ο Γαλλικός Αποικιακός Ζυγός
- iv.Η ΟικονομίαΜετά την Ανεξαρτησία
- v.Ποιες ήταν οι Ταξικές δυνάμεις στη Συρία;
- vi.Το Κόμμα Μπάαθ και το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ
- vii.Η Αιγυπτιακή Εκδοχή της Μπααθικής ιδεολογίας- Ο Νασερισμός
- viii.Το Συριακό Κομμουνιστικό Κόμμα
- ix.Το Συριακό ΚΚ, το Μπάαθ και η Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία
- x.Το Συριακό ΚΚ και οι Χρουσωφικοί Ρεβιζιονιστές
Εισαγωγή- Ο παναραβισμός στη Μέση Ανατολή
Όπως ο σ. Μπλαντ τόνιζε στην ανάλυσή του για το Σουλτάν-Γκαλίεφ, η ελκτικότητα του «Μουσουλμανικού Εθνικισμού» ήταν μια παγίδα για τους κομμουνιστές στις μουσουλμανικές χώρες. Ο Μπακντάς- από την αρχική του επαναστατική περίοδο ως τις πιο πρόσφατες ρεβιζιονιστικές φάσεις, συχνά αναμείχτηκε στενά με το ζήτημα της σχέσης μεταξύ του αστικού εθνικισμού στη Μέση Ανατολή και του κομμουνισμού.Ο Άγγλος ιστορικός Patrick Seale γράφει επ’ αυτού:
«Ο προφήτης του Συριακού (στην πραγματικότητα «μεγαλο-συριακού») εθνικισμού ήταν ο Αντούν Σαάντα….Ο μεγαλύτερός του εχθρός ήταν ο κομμουνιστής ηγέτης Χάλεντ Μπακντάς, ένας δεινός ρήτορας κούρδος που κινούσε τα νήματα του συριακού κόμματος από το 1930»Seale, Patrick, "Asad. The Struggle For the Middle East"; London; 1988, σ.26.
Ωστόσο, οι μαρξιστές-λενινιστές, εξετάζοντας τις απόψεις του Μπακντάς, καταλήγουν στη διαπίστωση ότι ηγήθηκε του ρεβιζιονιστικού εκφυλισμού του πιο προχωρημένου αραβικού κομμουνιστικού κόμματος.
Ο Σαάντα ήταν ο ιδρυτής του Συριακού Εθνικού Κοινωνικού Κόμματος, και εκπροσωπούσε την τοπική αστική τάξη που έδρευε στη Συρία, και η οποία ήθελε μια αδιαίρετη Μεγάλη Συρία, έναντι των πιο φιλόδοξων παναραβιστών.
Ο «Παναραβισμός» προέκυψε στη Μέση Ανατολή μερικώς ως απάντηση στο ανερχόμενο σιωνιστικό κύμα. Ήδη τον Ιούνη του 1913, το 1ο Αραβικό Συνέδριο έλαβε χώρα στο Παρίσι (Walter Laquer A History of Zionism"; NewYork; 1972, σ.224). Λίγο αργότερα, στο Παναραβικό Συνέδριο στην Ιερουσαλήμ το Δεκέμβρη του 1931, που διεξήχθη ταυτόχρονα με το Γενικό Ισλαμικό Συνέδριο, διακηρύχτηκε ένα «Αραβικό Σύμφωνο». Ο ιστορικός Ουρανί το χαρακτηρίζει ως «μια τυπική διατύπωση των στόχων των εθνικιστών»:
«1) Η αραβική γη είναι ένα πλήρες και αδιαίρετο σύνολο, και οι διαιρέσεις οποιασδήποτε φύσης στις οποίες μπορεί να έχει υποβληθεί δεν εγκρίνονται ούτε αναγνωρίζονται από το Αραβικό Έθνος.
2) Όλες οι προσπάθειες σε κάθε αραβική χώρα πρέπει να κατευθυνθούν προς τον αποκλειστικό σκοπό της πλήρους ανεξαρτησίας τους, σε όλες τις χώρες και με ακεραιότητα: κάθε ιδέα πρέπει να στοχεύει σε άσκηση μόνο τοπικών και περιφερειακών πολιτικών πρέπει να καταπολεμηθεί.
3) Αφού η αποικιοκρατία, σε κάθε της μορφή και εκδήλωση, είναι πλήρως ασύμβατη με την αξιοπρέπεια και τους υψηλούς στόχους του αραβικού έθνους, το αραβικό έθνος την απορρίπτει και θα την καταπολεμήσει με όλες του τις δυνάμεις».
HouraniA.K. "Syria and Lebanon. A Political Essay"; London 1968, σ. 114.
Τα βασικά δόγματα αυτής της διακήρυξης θα επιζούσαν, κυρίως με τη μορφή του Κόμματος Μπάαθ, του Νασερισμού και του Κινήματος Ουαχντα. Ένα όλο και πιο επιτακτικό πρόβλημα έπαιζε ρόλο στην ακύρωση του κύριου στόχου της αραβικής απελευθέρωσης. Αυτό ήταν η σιωνιστική παρουσία στην Παλαιστίνη. Το Σεπτέμβρη του 1937, το Παναραβικό Συνέδριο στο Μπλουντάν της Συρίας, που οργανώθηκε από τη Συριακή Επιτροπή για την Υπεράσπιση της Παλαιστίνης, υιοθέτησε
«πλήθος ψηφισμάτων σχετικά με την επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος και ανέφερε ότι η υιοθέτηση της πολιτικής που υπογραμμιζόταν σε αυτά τα ψηφίσματα θεωρούνταν ως προϋπόθεση για φιλικές σχέσεις μεταξύ των αραβικών λαών και της βρετανικής αυτοκρατορίας». Hourani , ό.π., σ.114-5.
Ωστόσο, η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ συνέχισε την καταστροφή των αστικών εθνικιστικών ονείρων. Έγινε όλο και πιο πιθανό πως μόνο μικρότεροι στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν. Αυτό το άρθρο εξετάζει τη στενότητα του αραβικού εθνικισμού, όπως αυτός εκφράστηκε στη Συρία.
Μετά την αναγκαστική αποχώρηση της Γαλλίας ως μιας ανοιχτά κατακτητικής ιμπεριαλιστικής παρουσίας, το 1946, οι Γάλλοι υιοθέτησαν ένα μοντέλο καλυμμένων νέο-αποικιακών σχέσεων. Η Γαλλία κατέλαβε τη Συρία σε μια εποχή που η βρετανική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή ήταν σε θέση να σπρώχνει τη Γαλλία σε μια υποδεέστερη ιμπεριαλιστική θέση, ενώ η Βρετανία ασχολιόταν με το πώς θα πολεμήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή.
Συρία: ο τόπος, οι λαοί και η θρησκεία
Η παλιά ιδέα της «Χώρας του Δαμασκού» δομήθηκε πάνω στο δεδομένο ότι υπήρχε μια διακριτή Συριακή οντότητα. Η λεγόμενη «Γεωγραφική Συρία» ήταν τεράστια- εκτεινόμενη από τα βουνά του Ταύρου στο βορρά, ως τις μεσογειακές ακτές στη δύση, τον Ευφράτη στα ανατολικά και τις αραβικές έρημους στο νότο. Ως τέτοια, συχνά διαιρούταν κατά τους αιώνες.
Αργότερα, η Συρία, υπό Γαλλική Εντολή, περιείχε τη σημερινή Συρία και το Λίβανο (σ.μετ: και την Αντιόχεια, που οι Γάλλοι έδωσαν στην Τουρκία το 1939) ως μια ενιαία διοικητική περιοχή (με τη Λατάκια και το βουνό Ντρούζε) από το 1925 ως το 1936. Η Συρία ως όρος, αναφέρεται στη Συριακή Δημοκρατία που σχηματίσθηκε από τα κρατίδια της Συρίας, του βουνού Ντρούζε και της Λατάκια (γνωστής και ως το κρατίδιο των Αλαουιτών).
Η Συρία είναι η 4η σε πληθυσμό στις 15 χώρες που θεωρούνται πως ανήκουν στη Μέση Ανατολή (από τη Λιβύη ως το Αφγανιστάν, εξαιρουμένων των δύο αυτών χωρών): 8η στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, 4η σεμέγεθος στρατιωτικής δύναμης και 6η στο βαθμό αύξησης του ΑΕΠ (Ramet, Pedro "The Soviet-Syrian Relationship Since 1955- A Troubled Alliance"; Boulder USA; 1990, σ. 6).
Ο πληθυσμός είναι κυρίως μουσουλμανικός, και οι αραβόφωνοι συνιστούσαν το 85% του πληθυσμού το 1946, παρότι μια χριστιανική-μαρωνιτική μειονότητα (που πήρε το όνομά της από έναν σύριο ερημίτη του 5ου αιώνα) ήταν πάντα σημαντική σε αριθμό, όπως και άλλες μειονότητες. Ο πληθυσμός της περιόδου της Γαλλικής Εντολής (1920-46) αποτελούταν από:
Σουνίτες (60% του πληθυσμού), Αλαουίτες 11,5%, Δρούζοι 3%, Ισμαηλίτες 1,5 %, Χριστιανοί 9,9%, Μη Άραβες (Κούρδοι 8,5%, Αρμένιοι 4,2% συν μικροί αριθμοί Κιρκάσιων, Εβραίων κλπ) (βλ. Malik Mufti: "Sovereign Creations- Pan-Arabism & Political Order in Syria & Iraq"; Cornell; 1966; σ.45).
Όταν ο Μωάμεθ πέθανε (632 μΧ), ως επικεφαλής- δήθεν ορισμένος από το Θεό- τόσο των κοσμικών όσο και των θρησκευτικών τμημάτων του μουσουλμανικού κόσμου, προέκυψε μια κρίση ηγεσίας. Αυτή αγκάλιασε όλες τις περιοχές όπου υπήρχαν άραβες που είχαν ασπαστεί το Ισλάμ. Το επίλυσαν με τον διορισμό ενός κοσμικού και θρησκευτικού ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, ως «αναπληρωματικού», του Χαλίφη:
«Το Ισλάμ ως μια επεκτατική ιδεολογία, ξεκίνησε με το Μωάμεθ, που έκανε διάφορες ασήμαντες αποστολές εκτός της ερήμου της αραβικής χερσονήσου. Οι πραγματικές εξορμήσεις και κατακτήσεις θα ακολουθούσαν μετά το θάνατο του Μωάμεθ, από τους χαλίφες και τους «βεκίληδές του, τους αρχηγούς ή ηγέτες των μουσουλμανικών κοινοτήτων»."Hoxha Enver, "Το Ένδοξο Παρελθόν των Αραβικών Λαών δεν μπορεί να αγνοηθεί"; Πόγραδετς Ιούλης-Αύγουστος 1983; Σκέψεις για τη Μέση Ανατολή"; Εκδόσεις Πορεία, σ.318)
«Ο θάνατος του Μωάμεθ (…)[οδήγησε σε] μια συνταγματική κρίση(…) Η κρίση αυτή συνοδεύτηκε από την καθοριστική δράση τριών ανδρών: του Άμπου Μπάκρ, του Ουμάρ και του Άμπου Ουμπάιντα που, εν είδει πραξικοπήματος, επέβαλλαν τον Άμπου Μπάκρ στην κοινότητα ως το μόνο διάδοχο του προφήτη(…) με τον τίτλο του Χαλίφη ή του «Εκπροσώπου», και η εκλογή του συνιστά την έναρξη του μεγάλου ιστορικού θεσμού του Χαλιφάτου»
Lewis Bernard, "The Arabs in History"; NewYork 1966, σ. 50-1.
Οι Σουνίτες ασπάζονται τη σούνα (Πρακτική) μόνο του Μωάμεθ, του οποίου οι Λόγοι (Χαντίθ) συνιστούν Άγια Λόγια. Είναι η μεγαλύτερη ομάδα μουσουλμάνων, και οι ίδιοι διαιρούνται σε σέχτες. Η πιο σημαντική σέχτα είναι αυτή των Ουαχαμπί, με επίκεντρο την Κεντρική Αραβία, και επικεφαλής τη δυναστεία των Ιμπν Σαούντ, που κυβερνά σήμερα τη Σαουδική Αραβία. Οι Ουαχαμπιστές πήραν το όνομά τους από έναν δικαστή της περιοχής Νατζντ, ονόματι Αμπτ Αλ Ουαχάμπ (1703-1791). Κατά την περίοδο της Οθωμανικής επέκτασης, ίδρυσε μια σέχτα που:
«βασιζόταν σε έναν αυστηρό αντι-μυστικιστικό πουριτανισμό. Στο όνομα ενός αγνού πρωτόγονου Ισλάμ αρχικής κοπής κατήγγειλε όλες τις ακόλουθες εκδοχές της πίστης και της τελετουργίας ως δεισιδαιμονικές καινοτομίες, ξένες προς το Ισλάμ (…) Ο ασπασμός του Ουαχαμπιτικού δόγματος από τον Εμίρη του Νάτζντ Μοχάμεντ Ιμπν Σαούντ έδωσε στη σέχτα στρατιωτική και πολιτική ισχύ (…) που εξαπλώθηκε με την κατάκτηση στο μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής Αραβίας, αποσπώντας τιςιερές πόλεις της Μέκκας και της Μεδίνας από τους Σαρίφ που τις κυβερνούσαν στο όνομα των Οθωμανών(…) [Μέχρι] το 1918, όταν ένας εισβάλλων Τουρκοαιγυπτιακός στρατός που στάλθηκε από το Μοχάμεντ Άλι, τον Πασά της Αιγύπτου, ανέτρεψε την εξουσία της Ουαχαμπιτικής Αυτοκρατορίας και την περιόρισε στη γενέτειρά της, τη Νάτζντ»( Lewis Bernard, "The Arabs in History"; NewYork 1966, σ. 161.)
Οι Αλαουίτες (που σημαίνει «οι ακόλουθοι του Άλι») είναι μέλη της Σιιτικής μουσουλμανικής σέχτας, όπως είναι και οι Δρούζοι (που κατάγονται από την Αίγυπτο) και οι Ισμαηλίτες. Οι ρίζες των Σιϊτών ανάγονται στον 8ο αιώνα, ο Άλι, ξάδελφος του Προφήτη Μωάμεθ και γαμπρός του- όπως θέλει η φήμη- έχασε τον τίτλο της κληρονομιάς από τους τρεις πρώτους Χαλίφηδες. Οι σιϊτες, επίσης, ισχυρίζονται ότι ο Άλι έχει και μια θεϊκή ιδιότητα, κάνοντάς τους να φαίνονται «άπιστοι» στους Σουνίτες μουσουλμάνους ορθόδοξους. Η υλική πραγματικότητα έχει να κάνει με τις απαιτήσεις του Άλι έναντι του Χαλιφάτου.
Στη σημερινή Συρία, οι Αλαουίτες, συγκεντρώνονται στις ορεινές περιοχές. Παλαιότερα, έτειναν να κυριαρχούνται από τους Σουνίτες ή τους Χριστιανούς- Μαρωνίτες. Οι διάφορες διασπάσεις των σεχτών έπαιξαν ρόλο στην παρεμπόδιση δημιουργίας μιας ενιαίας «εθνικής» ταυτότητας. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τις μειονότητες σε μια στρατηγική «διαίρει και βασίλευε». Οι σουνίτες ήταν στενά συνδεδεμένοι με τους τούρκους εξουσιαστές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και καταπίεζαν τους Αλαουίτες και τις άλλες μειονότητες. Οι Γάλλοι είχαν διαφορετικές προτιμήσεις:
«Τον καιρό των Τούρκων, οι Σουνίτες ήταν η ευνοημένη κοινότητα, που πλούτιζεαπό την Αλαουίτικη εργασία (…) [που] συνθλιβόταν από το Σουνίτη ή Χριστιανό έμπορο, δανειστή χρημάτων ή κτηματία(…) Αλλά (…) στις αρχές της δεκαετίας του ’20,οι γάλλοι έδωσαν στους Αλαουίτες προνόμια (…)» (Seale P: "Asad - The Struggle for the Middle East" , στο ίδιο, σ.17. )
«Η Γαλλία προσπάθησε να παρασύρει όλες τις μειονότητες της Συρίας εναντίον των Σουνιτών Αράβων, που συνιστούν τον πυρήνα των παραδοσιακών πολιτικών ελίτ». Malik Mufti; "Sovereign Creations- Pan-Arabism & Political Order in Syria & Iraq"; Cornell; 1966, σ. 45.
Η πρώιμη ιστορία της Συρίας-Ως την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ευρισκόμενη στην υποπεριοχή μεταξύ Μεσογείου και Ινδίας και Άπω Ανατολής, η Συρία υπόκειτο πάντοτε σε διεθνείς επιρροές και το εμπόριο. Οι λαοί της αρχικά ήταν άραβες από το νότο, που έφεραν μαζί τους τη Σημιτική επιρροή- αλλά έπειτα αναμείχθηκαν με εισβολής από την κεντρική Ασία και την Ανατολία (HouraniA.H.: "Syria & Lebanon- A Political Essay"; London 1968, σ.11-13).
Η ιστορική Συρία κατακτήθηκε πρώτα από τις σημιτικές φυλές όπως τους Φοίνικες. Αργότερα, τα κύματα των επιδρομέων περιλάμβαναν Αιγύπτιους, Ασσύριους, Χετταίους, Πέρσες,Έλληνες υπό το Μεγάλο Αλέξανδρο και αργότερα, τον 1ο αιώνα π.Χ. από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. ΗτελευταίαεισήγαγετοΧριστιανισμό. Αλλά ο Χριστιανισμός έδωσε τη θέση του στο Ισλάμ στη Συρία, κατά την πορεία των Περσο-ρωμαϊκών πολέμων τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Παρότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία προσπάθησε να κρατήσει τα συριακά εδάφη, από το 633 μ.Χ. οι άραβες από την αιγυπτιακή χερσόνησο την κατείχαν με πόλεμο. Εγκαθιδρύθηκεμιαμουσουλμανικήκυβέρνηση. Έγινε κεντρικό σημείο της μουσουλμανικής αυτοκρατορίας, υπό το Χαλιφάτο των Ουμαγιάντ του Μουαουίγια το 661 μ.Χ. Μέχρι τον 8ο αιώνα, τα εδάφη του Χαλιφάτου εκτείνονταν από την Ισπανία και το Μαρόκο ως την Κεντρική Ασία. Καθώς η Δυναστεία των Αββασιδώνπήρε τον έλεγχο της Συρίας, η δύναμή της εξασθένισε υπό την πίεση των συνεχών πολέμων με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Εν τέλει αυτό επέτρεψε στους Μαμελούκους σουλτάνους της Αιγύπτου- υπό την αρχική καθοδήγηση του Μπαϊμπάρς -να καταλάβουν τη Συρία. Κατά το 1516, η Συρία κυβερνιόταν ως μια ενιαία οντότητα από την Αίγυπτο, με έδρα τη Δαμασκό. Αυτό ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε στους σύγχρονους καιρούς μετά την εξουσία των Χαλίφηδων των Ουμαγιάντ 1200 χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, οι Οθωμανοί Τούρκοι εύκολα εκτόπισαν τους εξασθενημένους Αιγύπτιους Μαμελούκους το 1516, και οι Σουλτάνοι του Οσμάν έγιναν οι Χαλίφηδες.
Με το τέλος της αιγυπτιακής εξουσίας, η Συρία έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διασπάστηκε σε επαρχίες. Αυτές δεν ήταν «εθνικές» ή «γεωγραφικές» διαιρέσεις, αλλά διοικητικές διαιρέσεις που ευνοούσαν την εξουσία επί των επαρχιών. Καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία απειλούταν από τον Ιμπραήμ Πασά (γιο του Μοχάμεντ Άλι, έναν υποτελή στον Οθωμανό Σουλτάνο) της Αιγύπτου, άρχισε ένας εκσυγχρονισμός της Συρίας. Σχηματίστηκε μια κεντρική κυβέρνηση που υιοθέτησε προοδευτικά μέτρα, όπως την εκπαίδευση. Αλλά ο Ιμπραήμ Πασά προσπάθησε να εισβάλει στην Κωνσταντινούπολη το 1839, και οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβησαν. Συγκράτησαν το «Μεγάλο Ασθενή της Ευρώπης»- το Σουλτανάτο της Κωνσταντινούπολης.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια Ανατολική Δεσποτική κρατική μορφή: με την ευρεία έννοια, αποτελούσε το αντίστοιχο της φεουδαρχίας στη Δύση. Το χαρακτηριστικό της ήταν η σχεδόν πλήρης απουσία ατομικής ιδιοκτησίας της γης. Όπως έλεγε ο Μαρξ:
«Ο Μπερνιέ σωστά θεωρούσε ως τη βάση όλων των φαινομένων στην Ανατολή-αναφέρεται στην Τουρκία, την Περσία και το Ινδουστάν- την απουσία ατομικής ιδιοκτησίας της γης. Αυτό είναι το πραγματικό κλειδί για τον Ανατολικό παράδεισο».
Letter Marx to Engels; 2 June 1853; In Collected Works; Volume 39; Moscow; 1983, σ.334 (βλ. Παράρτημα 1).
«Η απουσία έγγειας ιδιοκτησίας είναι πράγματι το κλειδί για όλη την Ανατολή. Σε αυτή έγκειται όλη η πολιτική και θρησκευτική της ιστορία. Αλλά πώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι οι ανατολίτες ποτέ δεν έφτασαν το σημείο της έγγειας ιδιοκτησίας ούτε καν φεουδαρχικού τύπου; Αυτό οφείλεται, πιστεύω, σε μεγάλο βαθμό το κλίμα, σε συνδυασμό με τη φύση των γαιών, και ειδικότερα, τις μεγάλες εκτάσεις ερήμου που εκτείνονται από τη Σαχάρα και περνούν ανατολικά ως την Αραβία, την Περσία, την Ινδία και την Ταρταρία ως ψηλά, στα ασιατικά υψίπεδα. Εδώ η τεχνητή άρδευση είναι η πρώτη προϋπόθεση για τη γεωργία, και αυτό είναι ευθύνη είτε των κοινοτήτων, είτε των επαρχιών είτε της κεντρικής κυβέρνησης. Στην Ανατολή, η κυβέρνηση αποτελούταν πάντοτε από μόλις 3 τμήματα: οικονομικο (εσωτερική λεηλασία), Πολεμικό (εσωτερική και εξωτερική λεηλασία) και Έργα, προμήθειες για αναπαραγωγή»
Letter Engels to Marx; 6 June 1853; In Collected Works; Vol.39; Moscow; 1983, σ.339.
iii.Το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καιο Γαλλικός αποικιακός ζυγός
Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, οι ιμπεριαλιστές ανέμεναν διακαώς τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά από διάφορες μυστικές οργανώσεις που είχαν παλέψει επί χρόνια, το 1908, μερικοί νεαροί μεταρρυθμιστές καθοδηγούμενοι από μια μικρή αστική τάξη επέβαλαν ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Το 1913, η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, καθοδηγούμενη από τον αξιωματικό του στρατού Ενβέρ Πασά, κατέλαβε την εξουσία στην έδρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, εκδιώκοντας τελικά το Σουλτανάτο.
Το Σουλτανάτο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια δικτατορία βασισμένη στον Ανατολίτικο Δεσποτισμό, αναγκάστηκε να προβεί σε μια δημοκρατική μεταρρύθμιση. Στις αρχικές φάσεις του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Ενβέρ Πασά οδήγησε την Τουρκία σε μια συμμαχία με τη Γερμανία. Αυτή συνάφθηκε με τη μυστική Συνθήκη του Βερολίνου στις 28 του Ιούλη. Βάσει των προνοιών της, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα τηρούσε αυστηρή ουδετερότητα και η Γερμανία θα υπερασπιζόταν το οθωμανικό έδαφος σε περίπτωση εξωτερικής απειλής.
Μέσα σε λίγους μήνες, οι μυστικές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με τη Γερμανία είχαν αποκαλυφθεί. Μετά από διάφορα επεισόδια, όπου γερμανοί έβρισκαν ασφαλή αγκυροβόλια σε τουρκικά ύδατα, η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία. Ως πρώτος Υπουργός Ναυτικών, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ άρχισε πολεμικές ενέργειες εναντίον της Τουρκίας την 1η Νοέμβρη 1914. Ο πόλεμος τυπικά κηρύχτηκε στις 5 Νοέμβρη. Ο Τσόρτσιλ επεσήμανε ότι με την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως εχθρό, τα εδάφη της ήταν ελεύθερα να διασπαστούν ευκολότερα.
Καθώς ο πόλεμος κλιμακωνόταν, οι Συμμαχικές δυνάμεις αναμείχτηκαν στην ήττα της στην Καλλίπολη. Αυτή η εισβολή, μεταξύ 25 Απρίλη και 17 Νοέμβρη 1915, άφησε μισό εκατομμύριο νεκρούς. Η Βρετανική ηγεσία που είχε ηγηθεί των συμμαχικών δυνάμεων, με ένα μεγάλο αυστραλιανό βοηθητικό σώμα στρατού, ηττήθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις που είχαν επικεφαλής το Μουσταφά Κεμάλ- αργότερα γνωστό ως Ατατούρκ.
Φυσικά, προς το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, οι νικήτριες υπερδυνάμεις που καθοδηγούνταν τότε από τις συμμαχικές δυνάμεις, και συγκεκριμένα τη Βρετανία και τη Γαλλία- εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να μοιράσουν τα οθωμανικά εδάφη. Το 1914:
«Στο τέλος ενός φρενήρους επεκτατικού κινήματος που είχε τις ρίζες τους στη δεκαετία του 1880, η Γαλλία είχε δημιουργήσει τη 2η μεγαλύτερη αποικιακή αυτοκρατορία στον κόσμο, μια αυτοκρατορία πάνω από 10 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων, με περίπου 50 εκατομμύρια κατοίκους».(Thobie J, Meynier G, Coquery-Vidrovitch C, Ageron C-R: "Histoire de La France Coloniale 1914-1990"; 1990, σ.7.)
Η Γαλλία ως τότε, δεν είχε καμία σημαντική αποικιακή δύναμη στη Μέση Ανατολή. Αυτό δεν μείωσε τις απαιτήσεις της επί της περιοχής, που βασίζονταν στη μάλλον αδύναμη και μακρινή ιστορία των σταυροφοριών:
«Κατά τις Σταυροφορίες, οι Γάλλοι ιππότες κέρδισαν βασίλεια και έχτισαν κάστρα στη Συρία(…) Το 1914(…) υπήρχαν ακόμα Γάλλοι που θεωρούσαν τη Συρία ως ένα φυσιολογικό τμήμα της Γαλλίας. Η Γαλλία διατήρησε στενούς δεσμούς με μια από τις χριστιανικές κοινότητες που έμεναν κατά μήκος της πλαγιάς του όρους Λίβανου της Συρίας, και η γαλλική ναυτιλία, το μετάξι και άλλα συμφέροντα έβλεπαν εμπορικές ευκαιρίες.(…) Τη στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στον πόλεμο, οι Γάλλοι αξιωματούχοι στη Μέση Ανατολή έκαναν σχέδια για την προσάρτηση των συριακών επαρχιών της Τουρκίας. Ο Γάλλος πρέσβης στο Κάιρο και ο Γενικός Πρόξενος στη Βηρυτό, άμεσα ενώθηκαν και κάλεσαν την κυβέρνηση να εισβάλλει το συντομότερο στη λιβανέζικη ακτή» (Fromkin, David: "A Peace to End All Peace. The Fall of the Ottoman Empire and the Creation of the Modern Middle East"; New York; 1989, σ. 94.)
Στο μεταξύ και οι βρετανικές δολοπλοκίες είχαν ξεκινήσει. Η Επιτροπή Ντε Μπούνσεν είχε οριστεί από τον Πρωθυπουργό Άσκουιθ για να τον συμβουλεύει για τις μεταπολεμικές πολιτικές στη Μέση Ανατολή: στις συνεδριάσεις της κυριάρχησε ο σερ Μαρκ Σάικς, ένας βουλευτής των Συντηρητικών. Ανέφερε 5 αυτόνομες επαρχίες που θα δημιουργούνταν στην αποκεντρωμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία: Συρία, Παλαιστίνη. Αρμενία, Ανατολία και Τζαζίρα-Ιράκ.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Λόρδος Κίτσενερ, βρετανός Υπουργός Πολέμου, πρότεινε τη σύναψη ενός συμφώνου στο Σαρίφ της Μέκκα Χουσεϊν. Το σχέδιο του Κίτσενερ ήταν να κάνει το Σαρίφ Χαλίφη, και έτσι να μεταφέρει τόσο τη θρησκευτική όσο και την κοσμική εξουσία από την Κωνσταντινούπολη στη Μέκκα- δηλ. την Αραβία. Αυτό θα έλκυε την πλειοψηφία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήταν Άραβες και όμως κυβερνούνταν από το 40% των Τουρκόφωνων. Σε αντάλλαγμα, ο Χουσεϊν, θα συνέβαλλε στην ανατροπή της Τουρκικής εξουσίας: «Το τηλεγράφημα του Κίτσενερ (…) που στάλθηκε από τον Γκρέι στο Φόρεϊν Όφις έλεγεστη Βρετανική διπλωματική αντιπροσωπεία (σ.σ.στο Κάιρο) ο Στόρ να απαντήσει στον Αμπντουλάχ Χουσεϊν (σ.σ. γιό του Σαριφ Χουσεϊν της Μέκκας) ότι:
«Αν το αραβικό έθνος βοηθήσει την Αγγλία σε αυτό τον πόλεμο που έχει επιβληθεί σε εμάς από την Τουρκία, η Αγγλία θα εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρχει καμία εσωτερική ανάμειξη στην Αραβία, και θα δώσει στους Άραβες κάθε βοήθεια εναντίον ξένης επίθεσης(…)» Με άλλα λόγια, αν οι άραβες ηγέτες απελευθέρωναν τη χερσόνησό τους από το Σουλτάνο και διακήρυτταν την ανεξαρτησία τους, η Βρετανία θα βοηθούσε στην προστασία τους έναντι κάθε έξωθεν επέμβασης»"Fromkin , στο ίδιο, σ.102-3.
Αυτή η υποσχετική νότα οδήγησε σε σοβαρές συγκρούσεις στο επόμενο διάστημα. Εκτός των άλλων, οι βρετανικοί υπολογισμοί ότι η δυναστεία του Σαρίφ Χουσεϊν της Μέκκας (οι Χασεμίτες) θα τους έδινε την υποταγή όλων των αράβων ήταν λάθος. Αγνοούσε τη φιλοδοξία της Ουαχαμπιτικής σέχτας με επικεφαλής τον Αμπντούλ Αζίζ Ίμπν Σαούντ, με έδρα την Κεντρική Αραβία.
Παρ’όλα αυτά, οι ψευδαισθήσεις περί βρετανικής στήριξης πάρθηκαν στα σοβαρά από το Σαρίφ Χουσεϊν. Μια ένδειξη αυτού βρίσκεται στα αιτήματα που έθεσε, σε αυτό που έγινε γνωστό ως το Πρωτόκολλο της Δαμασκού. Εκεί ζητούσε ένα ανεξάρτητο αραβικό βασίλειο υπό την εξουσία του. Αυτό παρουσιάστηκε από το Χουσεϊν στη Βρετανική αντιπροσωπεία στο Κάιρο το καλοκαίρι του 1915. Ο βρετανός ανώτατος αντιπρόσωπος στην Αίγυπτο, Σερ Χένρι Μακ Μάχον πιέστηκε από τον Κίτσενερ να αποδεχτεί γραπτώς τα αιτήματα του Χουσεϊν (βλ. Fromkin ό.π., σ. 178). Αυτό οδήγησε στην Αλληλογραφία Μακ Μάχον-Χουσεϊν. Σε αυτή ο Μακ Μάχον χρησιμοποιούσε αμφίσημες διατυπώσεις, σε βαθμό που ο Χουσεϊν να αντιληφθεί μια βρετανική αφοσίωση έναντι της Παλαιστίνης. Ο βρετανός ιμπεριαλιστής είχε καταλάβει ότι αυτοί θα χρειάζονταν να «πληρώσουν ένα τίμημα (…) ώστε να αποκτήσουν τη συγκατάθεση της Γαλλίας για την υλοποίηση των υποσχέσεων προς το Χουσεϊν» (βλ. Fromkin ό.π., σ. 182).
Αντίστοιχα, ο Μακ Μάχον πίεσε τον Χουσεϊν να αφήσει τις διεκδικήσεις της Συρίας, του Λιβάνου, της Μπάσρα και της Βαγδάτης, κρατώντας μόνο τη διεκδίκηση για την Αραβία. Αυτό θα σήμαινε διαπραγμάτευση με άλλους ανταγωνιστές όπως ο Ίμπν Σαούντ (βλ. Fromkin ό.π., σ. 183). Ο Χουσεϊν ρητά απέρριψε αυτή την «προσφορά», επισημαίνοντας ότι «Κάθε παραχώρηση που σχεδιάζεται να δώσει στη Γαλλία ή σε άλλη δύναμη την κατοχή έστω και ενός τετραγωνικού του εδάφους αυτών των μερών είναι εντελώς εκτός συζήτησης»( βλ. Fromkin ό.π., σ. 185).
Στην πραγματικότητα είχε λίγες άλλες επιλογές, αφού οι Οθωμανοί Νεότουρκοι ήταν έτοιμοι να τον εκδιώξουν. Ο βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Σερ Έντουαρντ Γκρέι έδωσε το σήμα: «να μη ανησυχούμε για τις προσφορές που γίνονται από το Κάιρο» καθώς «όλα ήταν παλάτια στον αέρα που ποτέ δεν θα υλοποιούνταν» (βλ. Fromkin ό.π., σ. 185).
Ο Χουσεϊν, τότε, επέμεινε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία αραβική εξέγερση εναντίον των Οθωμανών χωρίς μια συμμαχική απόβαση στη συριακή ακτή. Κάτι τέτοιο προωθούσε μια ιμπεριαλιστική παρουσία στη Μέση Ανατολή.
Αυτό ήταν το πλαίσιο των συζητήσεων μεταξύ ιμπεριαλιστικής Γαλλίας και Βρετανίας,. Η Γαλλία εκπροσωπούταν από το γιο ενός Γάλλου αποικιοκράτη της Αφρικής τον Φρανσουά Ζορζ Πικό και η Βρετανία από το βουλευτή των Συντηρητικών Σερ Μαρκ Σάικς. Αυτοί απλούστατα μοίρασαν μυστικά τη Συρία, με τις μυστικές πρόνοιες της Συμφωνίας Σάικς-Πικό το Φλεβάρη του 1916. Η διχοτόμηση κράτησε τους συμμάχους ενωμένους. Η Παλαιστίνη θα «ετίθετο υπό διεθνές καθεστώς»- και η τύχη της θα καθοριζόταν μετά από «διαβούλευση» με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη- συμπεριλαμβανομένων (sic) άλλων ενδιαφερόμενων συμμάχων όπως Ρωσία και Ιταλία.
Τέτοιες διαπραγματεύσεις μεταξύ «Συμμάχων» ήταν αναξιόπιστες. Στο μεταξύ, σε ένα μυστικό Γαλλορωσικό σύμφωνο μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Αριστίντ Μπριάν και του Ρώσου Υπ.Εξ., αποφασιζόταν ότι η μεταπολεμική διοίκηση της Παλαιστίνης θα ελεγχόταν από τη Γαλλία.
Ο Χουσεϊν προσπάθησε όσο το δυνατό περισσότερο να χρονοτριβίσει, αλλά όταν οι Νεότουρκοι έμαθαν τις δολοπλοκίες του, κινητοποιήθηκαν. Για να τους υπερφαλλαγίσει, ο Χουσεϊν «κήρυξε» πόλεμο, που οδήγησε στην αδύναμη αραβική εξέγερση τον Ιούνη του 1916. Δεν προκάλεσε καμία αντίδραση, και οι αραβικές φυλές σε μεγάλο βαθμό αγνόησαν το κάλεσμα. Η υπόγεια αναταραχή συνεχίστηκε.
Έτσι φτάσαμε στη Διακήρυξη του Μπαλφούρ το 1917. Η Κοινωνία των Εθνών «επιβράβευσε» τους Γάλλους με την Εντολή επί της Συρίας και του Λιβάνου. Η Γαλλία «πήρε» το Βορρά, που έγιναν οι δημοκρατίες της Συρίας και του Λιβάνου. Στο μεταξύ, στο Νότο, η Βρετανία κατέλαβε την Παλαιστίνη και την Υπεριορδανία. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι ο ντόπιος πληθυσμός είχε καταστήσει ξεκάθαρη την επιθυμία του για ανεξαρτησία:
«Οι κάτοικοι όλης της περιοχής κατέστησαν ξεκάθαρο ότι επιθυμούσαν η φυσική Συρία να είναι ανεξάρτητη και αδιαίρετη: τον Ιούλη του 1919 ένα εκλεγμένο σώμα αποκαλούμενο ως Συριακό Εθνικό Κογκρέσο απέρριψε τη συμφωνία Σάικς- Πικό και τη Διακήρυξη Μπαλφούρ και απαίτησε κυρίαρχο στάτους για μια ενωμένη Συρία-Παλαιστίνη».Seale; ό.π., σ.15.
Στο μεταξύ, μια αραβική Διοίκηση υπό τον Αμίρ Φαϊζάλ εγκαθιδρύθηκε στη Δαμασκό. Οι αντιθέσεις μεταξύ των Ευρωπαίων παρακμάζοντων ιμπεριαλιστών της Γαλλίας και της Βρετανίας τίθονταν ενάντια στον ανερχόμενο ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Ακόμα και η καθοδηγούμενη Επιτροπή Κινγκ-Κρέιν επισκέφτηκε την περιοχή και επιβεβαίωσε τη λαϊκή βούληση. Αλλά οι ΗΠΑ δεν ήταν ακόμα επαρκώς δυνατές για να απειλήσουν πραγματικά την ηγεμονία της Βρετανίας στην περιοχή. Έτσι, το 1920, δόθηκαν Εντολές στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις επί των νέων κρατών που προέκυψαν στις πρώην Οθωμανικές επαρχίες. Παρότι ο Φαϊζάλ πολέμησε εναντίον αυτών τόσο πολιτικά όσο και αργότερα με ένοπλο αγώνα, τα γαλλικά στρατεύματα του Στρατηγού Ζερόντ εισήλθαν στη Δαμασκό το 1920. Στη Μάχη του Μαϊσάλουν, επικράτησαν ολοκληρωτικά του Φαϊζάλ.
Οι Γάλλοι καθαίρεσαν το Φαϊζάλ και ίδρυσαν ένα κλασικό αποικιακό κράτος. Η Εντολή που είχαν, καθιστούσε τη Γαλλική Κυβέρνηση ως το «μεσολαβητή» μεταξύ της Ανώτατης Επιτροπείας και της Κοινωνίας των Εθνών. Στη βάση της αρχής του διαίρει και βασίλευε, γρήγορα προχώρησαν στη δημιουργία νέων κρατών, και στην ενίσχυση των παλαιότερων διασπάσεων μεταξύ του λαού της πρώην Χώρας των Σαμ.
Ακρωτηρίασαν τη Συρία και δημιούργησαν ένα κράτος του Μεγάλου Λιβάνου: αποσπώντας την Τύρο, τη Σιδώνα, τη Βυρηττό και την Τρίπολη, την Κοιλάδα Μπεκάα και τη Σιϊτική περιοχή της βόρειας Παλαιστίνης. Αυτές οι περιοχές ήταν πέριξ του Όρους Λίβανος- το τσιφλίκι των Μαρωνιτών κομπραδόρων της Γαλλίας.
Έπειτα, το 1921, η Γαλλία παραχώρησε στην Τουρκία, μεγάλα τμήματα του Αλέππο και της Αλεξανδρέτας- Αντιόχειας.
Μια επιπλέον Διοικητική μανούβρα διέσπασε τη Συρία σε 4 μέρη: αυτά ήταν τα μίνι-κράτη της Δαμασκού, του Αλέππο, και τα «ανεξάρτητα» Αλαουίτικα και Δρούζικα βουνά.
Τέλος, στο βόρειο τμήμα της Συρίας ενισχύθηκε η περαιτέρω διάσπαση, με την ενθάρρυνση της εποίκησής του από Χριστιανούς και Κούρδους. Φυσικά, ο σκοπός όλης αυτής της διαίρεσης της Συρίας ήταν η «εξασφάλιση» της Γαλλικής ηγεμονίας:
«Οι Γάλλοι αντιλαμβάνονταν πλήρως ότι το Συριακό πατριωτικό αίσθημα θα αντιτιθόταν στην εξουσία τους. Αυτό στην πράξη σήμαινε ότι οι Σουνίτες ήταν οι κύριοι ανταγωνιστές τους και έτσι βασίζονταν στους Χριστιανούς, τους παλιότερους φίλους τους, δημιουργώντας ένα νέο κράτος που αφαιρούσε την Τύρο, τη Σιδώνα, την Τρίπολη, την Κοιλάδα Μπεκάα και τη Βυρηττό από τη Συρία και την πρόσθετε στο Οθωμανικό σαντζάκι του Όρους του Λιβάνου, τη ραχοκοκαλιά της Μαρωνιτικής Χριστιανοσύνης. Η Συρία έχασε τα καλύτερά της λιμάνια και η Δαμασκός (…) αποδυναμώθηκευπέρ της Βυρηττού και του νέου Χριστιανοκρατούμενου καθεστώτος»FiskR; "Pity the Nation - The Abduction of Lebanon"; London 1990, σ. 62.
Στα πολιτικά κόμματα επιτράπηκε η νόμιμη ύπαρξη μόλις το Γενάρη του 1925. Εκείνο τον καιρό, το Λαϊκό Κόμμα διεξήγαγε ένοπλο αγώνα. Το κόμμα αυτό ήταν το πρώτο που οι Γάλλοι είχαν νομιμοποιήσει. (Ismael T & Ismael J: The Communist Movement in Syria & Lebanon, Gainsville; 1998 p. 12). Μέσα σε 2 χρόνια συντρίφτηκε. Αλλά οι Γάλλοι αντιλαμβάνονταν το βάθος των αισθημάτων και επέτρεψαν μια Εθνική Συνέλευση να συγκληθεί το 1928. Αλλά σύντομα, το 1930, διαλύθηκε από τους Γάλλους. Μεγάλες λαϊκές διαμαρτυρίες ξέσπασαν το 1936. Αυτό, υποχρέωσε τη Γαλλική Κυβέρνηση, που καθοδηγούταν από τη Γαλλική Κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους Σύριους πατριώτες. Η Γαλλο-Συριακή Συνθήκη του Σεπτέμβρη του 1936,έκανε λόγο για μια Συριακή [νεοαποικιακή] «ανεξαρτησία» σε αντάλλαγμα με γαλλικά προνόμια σε εμπόριο και Άμυνα. Το Εθνικό Μέτωπο εκλέχτηκε στην εξουσία, αλλά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τα διέκοψε όλα. Οι Γάλλοι ανέστειλαν το Σύνταγμα του 1930 με την επιβολή Στρατιωτικού νόμου.(Dilip Hir "Inside The Middle East", London; 1982,σ. 42).
Το Εθνικό Μέτωπο είχε σχηματιστεί το 1928. Αλλά: «δεν ήταν ένα ενιαίο κόμμα όσο μια συμμαχία δράσης ατόμων και ομάδων. Περιελάμβανε ακόμα και ηγετικά μέλη επιφανών οικογενειών μεγαλοκτηματιών όπως του Χασίμ Αλ Ατάσι, του Προέδρου (…) προσωπικότητες(…)»
Hourani A.H. "Syria and Lebanon. A Political Essay"; 1968; Beirut, σ.191.
Το 1943, οι Βρετανοί πίεσαν τη Γαλλία του Βισύ, να διεξάγει εκλογές στη Συρία. Το Εθνικό Μέτωπο επανεκλέχτηκε. Η Συρία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία το Φλεβάρη του 1945, αποσπώντας έτσι μια θέση στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών. Η Γαλλία ήταν ξεκάθαρα μια παρακμάζουσα ιμπεριαλιστική χώρα. Η Βρετανία, ταυτόχρονα, ακόμα πάλευε σκληρά για να κρατήσει το πάνω χέρι, εναντίον ενός ανερχόμενου ιμπεριαλισμού, των ΗΠΑ. Ωστόσο, ακόμα δεν μπορούσε να διώξει τη Γαλλία από τη Συρία. Η Βρετανία είχε προβλέψει ότι αν στους Σύριους δεν παραχωρηθεί μια τυπική «ανεξαρτησία», ολόκληρηη Μέση Ανατολή θα απειλούσε συνολικά τον ιμπεριαλισμό.
Ήταν μόλις τον Απρίλη του 1946 που η Γαλλία έφυγε από τη Συρία ως αποικιακή στρατιωτικά κατακτητική δύναμη. Όπως το θέτει και η Ιστορία της Αποικιακής Γαλλίας:
«Το Συριακό Ζήτημα αποτέλεσε την απαρχή της από-αποικιοποίησης στη χειρότερη στιγμή για τη Γαλλία. Ευρισκόμενη υπό την ισχυρότατη απειλή των βρετανών, και κάτω από τα χτυπήματα που είχε επιφέρει η Αραβική Λίγκα, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Εντολή παρ’αυτά».
Thobie J, Meynier G, Coquery-Vidrovitch C, Ageron C-R: "Histoire de La France Coloniale 1914-1990"; 1990,σ.360 (Tr Kumar H).
Το Συριακό Κοινοβούλιο που είχε προκύψει από τις εκλογές του 1943 ανατράπηκε από ένα πραξικόπημα υπό τον Χούσνι Αζ Ζαϊμ το Μάρτη του 1949. Αυτός είχε βοηθηθεί από την πανωλεθρία στον Α’ Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του 1948 και την ήττα του Συριακού στρατού. Ήταν μόλις το 1954 που ανατράπηκεαπό ένα ακόμα πραξικόπημα, από τον αντικαταστάτη του το Συνταγματάρχη Αντίμπ Ας Σισάκλι.
Αυτή τερματίστηκε μετά από μια συνεδρίαση του Ενιαίου Μετώπου στο Χομς τον Ιούλη του 1953, όπου το Εθνικό Κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα και το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα Μπάαθ και το Κομμουνιστικό Κόμμα υπέγραψαν ένα Εθνικό Σύμφωνο για να ανατρέψουν τη δικτατορία του Σισάκλι.
Εκείνη την εποχή, η κοινοβουλευτική δημοκρατία αποκαταστάθηκε. Οι εκλογές που ακολούθησαν, το Σεπτέμβρη του 1954 ήταν οι πρώτες στη Μέση Ανατολή με συμμετοχή γυναικών, και ήταν γενικά ελεύθερες.
Η Συρία κατά τον καιρό της αποχώρησης των Γάλλων το 1946, είχε περιοριστεί στα 185.190 τετραγωνικά χιλιόμετρα από τα 300.000 τ.χλμ. που ήταν κατά την Οθωμανική περίοδο. (βλ. Seale; , ό.π., σ.14-16).Η ανοιχτή αποικιοκρατία αντικαταστάθηκε από μια νεοαποικιοκρατία.
iv.Η οικονομία μετά την Ανεξαρτησία
Ο ταξικός χαρακτήρας της Συρίας μετά τον πόλεμο ήταν αυτός μιας νεοαποικίας που κυριαρχούταν από τα Γαλλικά και Βρετανικά συμφέροντα με ισχυρά υπολείμματα φεουδαρχίας. Η οικονομία ήταν ευρέως βασισμένη στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών, με καταπίεση από τους μεγαλοκτηματίες.
Οι γάλλοι είχαν αναπτύξει μια κομπραδόρικη κοινωνική βάση. Αφού η Βιομηχανία ήταν αδύναμη στην περιοχή, τόσο λόγω του προηγούμενου Ανατολίτικού Δεσποτισμού, όσο και εξαιτίας των αρπαγών από την Οθωμανική καταπίεση που ακολουθήθηκε από τον Ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, οι εκπρόσωποι της εγχώριας αστικής τάξης ήταν αρχικά αποδυναμωμένοι.
Οι Γάλλοι είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη κομπραδόρικη τάξη ενισχύοντας διάφορα τμήματα των Αλαουιτών (π.χ. τους αδελφούς Κίντς, την οικογένεια Αμπάς),στο Όρος Λίβανος από το 1860 κι έπειτα, τους Μαρωνίτες Χριστιανούς, καθώς και άλλους μεγαλοκτηματίες σε όλη την περιοχή της πρώην Χώρας των Σαμ.
Προγενέστερα, ένας συλλογικός τύπος καλλιέργειας, γνωστός ως «μούσα’» είχε επιτρέψει στην αγροτιά να κατακτήσει ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης. Κατά διαστήματα αναδιανέμονταν εκτάσεις, ώστε κάθε οικογένεια να έχει πρόσβαση σε καλύτερα αγροτεμάχια. Αλλά, ακολουθώντας το προηγούμενο παράδειγμα των Οθωμανών με τον Οθωμανικό Κώδικα περί Γαιών του 1858, οι Γάλλοι κατήρτισαν ένα Καταστατικό Γαιών (σ.μετ.:όπου αναφέρονταν οι τρόποι κτήσης, η άσκηση και η παραγραφή δικαιωμάτων σε ακίνητη ιδιοκτησία, ενώ ρυθμιζόταν η κληρονομική διαδοχή). Αυτό σήμαινε ότι οι ντόπιοι επιφανείς και οι φύλαρχοι θα ήταν σε θέση να αποκτήσουν ιδιοκτησία με νόμιμους τίτλους.
Με αυτό το σχέδιο, δημιουργήθηκαν λατιφούντια που κατείχαν πια κομπραδόροι. Μεγαλέμποροι και δανειστές στις πόλεις έγιναν επίσης κάτοχοι λατιφουντίων. Σιγά σιγά οι αγρότες απαλλοτριώνονταν και φτωχοποιούνταν, ώστε κατέληξαν να γίνουν ενοικιαστές γης με αντάλλαγμα τμήμα της καλλιέργειας. Αυτό σήμαινε ότι έδιναν το 25-75% της σοδειάς τους, κάτι που εξαρτιόταν από το πόσο χρήμα έδιναν για σπόρο και νερό.
Αφού, όπως ο Seale το θέτει, η Συρίαήταν«κυρίως αγροτική χώρα», η επίλυση της εξαθλίωσης της αγροτιάς ήταν ένας βασικός στόχος για την ανάπτυξη της χώρας. Αυτό απαιτούσε μια εθνική δημοκρατική επανάσταση. Το εύρος της φτωχής ανάπτυξης της Βιομηχανίας και η εξαθλίωση του λαού μπορούν να φανούν καλύτερα από τα παρακάτω στατιστικά στοιχεία:
«Η Συρία ήταν κυρίως αγροτική χώρα, με τη ραχοκοκκαλιά της να είναι 2.000.000 αγρότες σε έναν πληθυσμό συνολικά 3,5 εκατομμυρίων, που κατοικούσαν 5.500 χωριά κυρίως πλινθόχτιστα,χωρίς κεντρική υδροδότηση και αποχέτευση, ασφαλτοστρωμένους δρόμους και άλλα στοιχεία σύγχρονης ζωής (…) Ο πληθυσμός πληττόταν από ασθένειες (…) Το 1951-3, το 36% των θανάτων αφορούσε παιδιά κάτω των 5 ετών. Το Κατά Κεφαλή Εθνικό Εισόδημα ήταν μόλις 440 Συριακές Λίρες (157$ ΗΠΑ), και οι κοινωνικές ανισότητες ήταν τέτοιες που οι περισσότεροι Σύριοι κέρδιζαν ακόμα λιγότερα. Πέραν των δύο βασικών πόλεων, της Δαμασκού και του Αλέππο, ο ηλεκτρισμός ήταν σπάνιος, εξυπηρετώντας λιγότερο από ¾ του εκατομμυρίου ανθρώπους σε όλη τη χώρα. Υπήρχαν μόλις 13.000 μηχανοκίνητα οχήματα, ένα μόνο λιμάνι, η Λατάκια και 3 μικρές σιδηροδρομικές γραμμές, όλες χτισμένες στην Οθωμανική περίοδο και διαφορετικού δικτύου»
Seale; ό.π., σ.44.
Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αμέσως μετά, μια μικρή τάξη Βιομηχάνων, και η συνακόλουθη εργατική τάξη, είχαν προκύψει στο Βαμβάκι και στην βιομηχανία υφάσματος, σαπουνιών, τσιμέντου, γυαλιού και σπίρτων, ενώ είχε προκύψει και μια διείσδυση της Βιομηχανίας και στα λατιφούντια της περιφέρειας.(Seale , ό.π., σ.46).
Οι Γάλλοι είχαν δημιουργήσει διάφορες διαιρέσεις στην περιοχή, ή είχαν συνειδητά αναβιώσει παλαιότερες, ιστορικές διαιρέσεις, που ήταν τουλάχιστον οι ακόλουθες:
Διαιρέσεις γης σε αυθαίρετα ορισμένες διοικητικές περιοχές με απαλλοτριώσεις καλλιεργητών, διαιρέσεις γης μεταξύ δυνάμει εχθρικών «θρησκευτικών» διασπάσεων (Σουνίτες εναντίον Σιιτών, με τους τελευταίους να διαιρούνται περαιτέρω σε Δρούζοι, Αλαουίτες και Ισμαηλίτες).
Αλλά οι ταξικές διαιρέσεις κυριαρχούσαν: ωστόσο, καποιες φορές εξαρτώνταν από τις παραπάνω διαιρέσεις.
v.Ποιες ήταν οι ταξικές δυνάμεις στη Συρία;
Αυτές μπορούν να κατηγοριοποιηθούν βάσει των σχέσεών τους επί της ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής, και βάσει των σχέσεών τους έναντι της Δημοκρατικής επανάστασης και της συνακόλουθης δεύτερης φάσης της, της Σοσιαλιστικής:
1. Εκείνες οι δυνάμεις που ενδιαφέρονταν για την Κοινωνική Επανάσταση:
α) Η κυρίαρχη τάξη ήταν η αγροτική τάξη, η πλειοψηφία της οποίας ήταν πλέον επίμορτοι καλλιεργητές.
Αρχικά καθοδηγούνταν από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΑΣΚ) του Ακράμ Αλ Χαουράνι, που ιδρύθηκε το 1950.
β) Μια μικρή εργατική τάξη που έδρευε κυρίως σε Δαμασκό και Αλέππο: αρχικά καθοδηγούταν και εκπροσωπούταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Συρίας και Λιβάνου (ιδρύθηκε τον Οκτώβρη του 1924, μπήκε στην Κομμουνιστική Διεθνή το 1928), που αργότερα κέρδισε και την καθοδήγηση της αγροτιάς. Μετά τη διαίρεση της Συριακής γης σε Συρία και Λίβανο, τα δύο κόμματα σχημάτισαν ξεχωριστές οργανώσεις το 1930, αφήνοντας στη Συρία το Συριακό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΣΚΚ).
2. Οι ταξικές δυνάμεις που σφόδρα αντιτίθονταν σε οποιαδήποτε φάση Εθνικής ή Κοινωνικής Επανάστασης:
α) Οι ιδιοκτήτες των φεουδαρχικού τύπου λατιφουντίων, που ήταν η κομπραδόρικη αστική τάξη: αυτοί καθοδηγούνταν και εκπροσωπούνταν από τους Γάλλους ιμπεριαλιστές και έπειτα από τους λεγόμενους φιλο- «Πανσυριακούς» εθνικιστές, το Συριακό Εθνικό Κοινωνικό Κόμμα (ΣΕΚΚ), που ιδρύθηκε από τον Αντούν Σαάντα. Οι πανσυριακοί επιθυμούσαν μόνο να μην είναι διαιρεμένη η γη της Συρίας και του Λιβάνου, ενώ έκλειναν το μάτι και στους Παναραβιστές. Είχαν εγκαθιδρύσει μια μορφή διοίκησης επί των καπνοκαλλιεργητών των βουνών, και είχαν μονοπώλιο με τη Γαλλική Εταιρία Καπνών. Ήταν γνωστοί για το φιλοδυτικό και αντικομμουνιστικό τους προσανατολισμό.(βλ.Seale , ό.π., σ.49-50).
3. Κοινωνικές δυνάμεις που ενδιαφέρονταν για την «Εθνική Δημοκρατική» Επανάσταση- αλλά απέρριπταν τη δεύτερη φάση της, τη Σοσιαλιστική Επανάσταση.
Η μικροαστική τάξη και η αγροτιά, και αργότερα η μικρή αλλά δυνάμει σημαντική εγχώρια βιομηχανική κεφαλαιοκρατική τάξη, που εκπροσωπούνταν από το Κόμμα Μπάαθ, αρχικά, και έπειτα από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ.
Οι βιομήχανοι, όπως πάντοτε, φοβούνταν την εξέγερση των εργατών και των αγροτών. Ήταν τότε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, «αμφιταλαντευόμενοι» σύμμαχοι στην εθνική δημοκρατική επανάσταση.
vi. Το κόμμα Μπάαθ και το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ
Η συνένωση του αραβικού εθνικισμού με ένα κίνημα το οποίο θα μπορούσε να κάνει βήματα προόδου εναντίον του ιμπεριαλισμού στην πραγματικότητα χρειάζεται το Μαρξισμό-Λενινισμό. Αλλά οι πατριώτες που απέφευγαν την επανάσταση, προσπάθησαν να βρουν διαφορετική λύση. Προσπάθησαν να καλλιεργήσουν την Αραβική Υπερηφάνεια. Αυτό ενέπλεκε έναν μυστικιστικό Παναραβισμό.Ο σχηματισμός του Κόμματος Μπάαθ στη Συρία έλαβε χώρα το 1947, υπό τους Μισέλ Άφλακ, Σάλεχ Αντ Ντιν Μπιτάρ και Ουαχίμπ Αλ Γανίμ. Η ιδέα πήγαζε από Σύριους διανοούμενους που με την επιστροφή τους στη Συρία από τη Σορβόννη του Παρισιού, απογοητεύτηκαν όταν βρέθηκαν να αντιμετωπίζονται ως αποιοκρατούμενοι:
«Το κόμμα(…) ιδρύθηκε(…) από δύο ανταγωνιστές, τον εξ Αντιοχείας Αλαουίτη Ζάκι Αλ Αρσούζι και τον Δαμασκηνό Χριστιανό ΜισέλΆφλακ (…)
Ο Ζάκι Αλ Αρσούζι ήταν ένας Σύριος διανοούμενος με σχετικά φτωχική καταγωγή, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του ’20 κέρδισε μια υποτροφία στη Σορβόννη, από όπου απέκτησε 4 χρόνια μετά ένα πτυχίο στη Φιλοσοφία και έναν ενθουσιασμό για την Γαλλική ποίηση, τη ζωγραφική και τον πολιτισμό (…).
Ο Αρσούζι (…) συγκέντρωσε γύρω του έναν κύκλο οπαδών στους οποίους εξήγησε πως η «Αναγέννηση» των Αράβων- αυτό σημαίνει η λέξη Μπάαθ- ήταν επιτεύξιμη [αλλά] έπασχε από ψευδαισθήσεις(…).
(…)Στη Χαμά ο Ακράμ Αλ Χαουράνι ηγείτο ενός νεολαιϊστικου κινήματος [ενώ] (…) ένας δικηγόρος, ο Τζαλάλ Ας Σαγίντ, ηγήθηκε ενός ομίλου με μια ισχυρή πατριωτική ροπή που θα εξελισσόταν στο πρώτο περιφερειακό τμήμα του Μπάαθ στην ανατολική Συρία. Αλλά από όλες αυτές οι νεολαιίστικες ομάδες, η πιο σημαντική εξ αυτών στο μέλλον θα ήταν εκείνη του Μισέλ Άφλακ και του Σαλάχ Αντ Ντίν Μπιτάρ που, όπως ο Αρσούζι, απόφοιτοι της Σορβόννης, στην επιστροφή τους στη Δαμασκό το 1934, έγιναν δάσκαλοι(…) Ως το 1940, οι Άφλακ και Μπιτάρ είχαν ιδρύσει το δικό τους κύκλο μελέτης (…) Στην αρχή ονόμαζαν την ομάδα τους Κίνημα Αραβικής Αναγέννησης»Seale P. , ό.π., σ.27 -28
Αυτοί οι διανοούμενοι απέρριπταν το Μαρξισμό και ήταν ρητά αντικομμουνιστές. Παρότι το κίνημα Μπάαθ οικοδομήθηκε σε παλαιότερα αισθήματα Συριακού πατριωτισμού, αυτοί ήταν κοντά σε μια θρησκευτική εκδοχή του, που κυριαρχούσε η Σουνιτική σέχτα. Αυτό τους αποξένωσε από άλλα τμήματα των Μουσουλμάνων Αράβων, που, ως εκ τούτου, δεν εντάχθηκαν στο εθνικό κίνημα:
«Κατά το παρελθόν, το αραβικό εθνικιστικό κίνημα ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με ένα είδος σουνιτικού ισλαμισμού. Και οι Σουνίτες Άραβες, που συνήθως ήταν το πρώτο βιολί στο κίνημα αυτό, απέδιδαν στον Αραβισμό τους έναν τέτοιο σημαντικό και κεντρικό ρόλο στο Σουνιτικό Ισλάμ που ετερόδοξοι μουσουλμάνοι, πολλώ δε μάλλον οι Χριστιανοί, τοποθετούνταν σε δεύτερη θέση: «φρόνιμοι υπάκουοι» ανεκτοί από τους «ανώτερους»(Σουνίτες Άραβες). Στην πραγματικότητα, πολλοί Σουνίτες Άραβες πατριώτες έτειναν να θεωρούν τα μέλη των αραβόφωνων θρησκευτικών μειονοτήτων «ατελείς Άραβες», επειδή ήταν ετερόδοξοι Μουσουλμάνοι ή μη Μουσουλμάνοι. Αντίστοιχα, οι θρησκευτικές μειονότητες έτειναν να υποψιάζονται τον Αραβικό εθνικισμό ως ένα πρόσχημα για μια απεριόριστη Σουνιτική άνοδο, παρόμοια με την κατάσταση που υπήρχε κατά την περίοδο των Οθωμανών, με τη μόνη διαφορά ότι τώρα θα ήταν Άραβες και όχι Τούρκοι οι Σουνίτες που θα κατείχαν την εξουσία».
Van Dam Nicholas: "The Struggle for power in Syria. Politics & Society Under Asad & the Ba’th party"; London 1997, σ. 17.
Η ιδεολογία του Μπάαθ υποτίθεται ήταν κοσμική και βασιζόταν σε όλους τους Άραβες, ανεξαρτήτως δόγματος Ισλάμ ή και θρησκείας. Μπάαθ σημαίνει «Αναγέννηση» και έλαβε την κεντρική έννοια της αναγέννησης του αραβικού κινήματος, φέροντας και μια υπόσχεση για «σοσιαλισμό» σε «όλους τους Άραβες»:
«Η ιδεολογία του Μπάαθ είχε εντελώς διαφορετική βάση. Το Μπάαθ ήθελε μια ενωμένη κοσμική αραβική κοινωνία με ένα σοσιαλιστικό σύστημα, δηλ. μια κοινωνία όπου όλοι οι Άραβες θα ήταν ίσοι, ανεξαρτήτως θρησκείας. Αυτό δεν υπονοούσε ότι το Ισλάμ ήταν δευτερεύουσας σημασίας για τον Μπααθικό Αραβισμό. Κατά τη Μπααθική άποψη, το Ισλάμ συνιστούσε σημαντικό και αδιαχώριστο τμήμα της αραβικής εθνικής κουλτούρας. Αντίθετα όμως από τις σουνιτικές εκδοχές του Αραβισμού, το Μπάαθ θεωρούσε πως το Ισλάμ δεν ήταν τόσο μια Αραβική εθνική θρησκεία όσο μια σημαντική αραβική εθνική πολιτιστική κληρονομιά, της οποίας όλοι οι άραβες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ήταν το ίδιο κληρονόμοι. Κατά το Μισέλ Άφλακ, τον ιδεολόγο του Κόμματος Μπάαθ, οι Χριστιανοί Άραβες, επομένως, δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να αποτρέπονται να γίνουν Άραβες εθνικιστές:
«Όταν ο εθνικισμός τους αφυπνιστεί πλήρωςκαι ανακτήσουν την αρχική τους φύση, οι Χριστιανοί Άραβες θα συνειδητοποιήσουν πως το Ισλάμ είναι η εθνική τους κουλτούρα με την οποία πρέπει να εξοικειωθούν, ώστε να μπορούν να το κατανοήσουν και να το αγαπήσουν, θεωρώντας το το πιο πολύτιμο πράγμα στον Αραβισμό τους».Van Dam Nicholas: "The Struggle for power in Syria. Politics & Society Under Asad & the Ba’th party"; London 1997, σ. 17.
Ωστόσο, χρειάζονταν συχνά να αμύνονται των θρησκευτικών πτυχών- του Ισλάμ, τονίζοντας τις κοινωνικές και προοδευτικές πτυχές του, όπως κηρύσσονταν από τους θρησκευτικούς του ηγέτες. (Για μια πλήρη γεύση της μυστικιστικής φιλοσοφίας του Μπάαθ, βλ. το Παράρτημα όπου περιέχεται ένα σύντομο απόσπασμα από έναν λόγο του ηγέτη Ηλίας Φαράχ.)
Μια έκκληση σε όλους τους Άραβες θα έπρεπε αυτομάτως να βρει ανταπόκριση από την νεογέννητη αστική τάξη. Αλλά βρήκε πιο άμεσα απήχηση στους μικροαστούς διανοούμενους, και μόλις σε περιορισμένο βαθμό στις αγροτικές μάζες. Οι διανοούμενοι που έρχονταν ήδη σε ρήξη με τα στενά πλαίσια των φυλών, διείδαν σε αυτό τη δυναμική του:
«Ήταν έτσι φυσιολογικό που η ιδεολογία του Μπάαθ βρήκε μεγάλη απήχηση στα μέλη των αραβόφωνων θρησκευτικών μειονοτήτων που μπορεί να ήλπιζαν ότι το Μπάαθ θα τα βοηθούσε να εξέλθουν της «μειονοτικής» τους κατάστασης και του στενού κοινωνικού πλαισίου των δογματικών, περιφερειακών και φυλετικών δεσμών».
Τελικά, τα μέλη των μειονοτήτων πρέπει να προσελκύστηκαν από την ιδέα ότι η παραδοσιακή Σουνιτική κυριαρχία της Συριακής πολιτικής ζωής στις πόλεις θα τερματιζόταν με την εγκαθίδρυση ενός κοσμικού σοσιαλιστικού πολιτικού συστήματος όπως προωθούσε το Μπάαθ, στο οποίο δεν θα υπήρχε καμία πολιτική ή κοινωνικο-οικονομική διάκριση εναντίον μη Σουνιτών ή, ιδιαίτερα εναντίον των μελών των ετερόδοξων ισλαμικών κοινοτήτων. Μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τον Χάφεζ Αλ Άσαντ το 1960, η συμμετοχή στον αγώνα για τον κομματικό μηχανισμό, ανοίχτηκε σε όλους τους Σύριους, συμπεριλαμβανομένων και των μη Αράβων, όπως τους (εξαραβισμένους) Κούρδους, τους Κιρκάσιους και τους Αρμένιους. Ο αριθμός των μη Αράβων σε ένα αραβικό εθνικιστικό κόμμα όπως το Μπάαθ, ωστόσο, παρέμεινε μικρός».Van Dam Nicholas: "The Struggle for power in Syria. Politics & Society Under Asad & the Ba’th party"; London 1997, σ. 17-8.
Η Παναραβική θεώρηση, διατυπώνεται στο Καταστατικό του Αραβικού ΣοσιαλιστικούΚόμματος Μπάαθ, που ρητά αναφέρει:
«Το αραβικό έθνος συνιστά μια πολιτιστική ενότητα. Οποιεσδήποτε διαφορές υπάρχουν μεταξύ των τέκνων του είναι τυχαίες και ασήμαντες. Θα εξαφανιστούν με την αφύπνιση της αραβικής συνείδησης (…) Ο εθνικός δεσμός θα είναι ο μόνος δεσμός που θα υπάρχει στο αραβικό κράτος. Αυτό εξασφαλίζει την αρμονία μεταξύ των πολιτών με την ένταξή τους σε ένα ενιαίο έθνος, και αντιμάχεται όλες τις άλλες μορφές φατριαστικής αλληλεγγύης όπως της θρησκείας, του δόγματος, της φυλής, τις ράτσας και του τοπικισμού».
Bashir al-Da’uq ed; Nidal al-Ba’th; Volume 1; Beirut 1970,σ. 172-6; Cited by:
Van Dam Nicholas: "The Struggle for power in Syria. Politics & Society Under Asad & the Ba’th party"; London 1997, σ. 15.
Οι Μισέλ Άφλακ και Ζάκι Αρσούζι, το 1943, στην αρχή σχημάτισαν το Κόμμα Αραβικού Μπάαθ, μυστικά, ενώνοντας δύο μικρές ομάδες. Αλλά η νομική του κατοχύρωση θα χρειαζόταν να περιμένει μέχρι να φύγουν τα γαλλικά στρατεύματα το 1946(Dilip Hiro; " Inside The Middle East"; London 1982, σ. 130).
Από την τυπική του ίδρυση το 1947, το Κόμμα Μπάαθ επεδίωκε να καλύπτει όλες τις χώρες όπου κυριαρχούσαν Άραβες. Δεν περιορίστηκε στη Συρία. Το πρόγραμμά του καλούσε σε αγροτική μεταρρύθμιση και εθνικοποίηση μεγάλων τμημάτων της οικονομίας όπως και σε μια Συνταγματική Δημοκρατία:
Στο 1ο του Παναραβικό Συνέδριο στη Δαμασκό, τον Απρίλη του 1947, αντιπρόσωποι από τη Συρία, το Ιράκ, το Λίβανο, την Υπεριορδανία και το Μαρόκο ψήφισαν για ένα Καταστατικό και ένα Πρόγραμμα. Οι βασικές κομματικές αρχές ήταν οι ακόλουθες: η ενότητα και ελευθερία του αραβικού έθνους εντός της πατρίδας του, και μια πίστη σε μια «ειδική αποστολή του αραβικού έθνους», την αποστολή να τερματίσει την αποικιοκρατία και να προωθήσει τον ανθρωπισμό. Για την εκπλήρωση του ρόλου αυτού το κόμμα έπρεπε να είναι «εθνικό, λαϊκό, σοσιαλιστικό και επαναστατικό». Αν και το κόμμα απέρριπτε την έννοια της πάλης των τάξεων, ευνοούσε την αγροτική μεταρρύθμιση, τη δημόσια ιδιοκτησία των φυσικών πόρων, των μεταφορών, της μεγάλης βιομηχανίας και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα συνδικάτα εργατών και αγροτών, τη συμμετοχή εργατών στη διοίκηση επιχειρήσεων, και την αποδοχή της «μη εκμεταλλευτικής ατομικής ιδιοκτησίας και κληρονομιάς». Στεκόταν υπέρ μιας αντιπροσωπευτικής και συνταγματικής μορφής διακυβέρνησης και υπέρ της ελευθερίας του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι, εντός των ορίων του αραβικού εθνικισμού».
Dilip Hiro; " Inside The Middle East"; London 1982, σ. 130.
Η κύρια κοινωνική βάση για το Μπάαθ δεν ήταν αρχικά τα μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης. Αυτά δεν είχαν πειστεί ότι το Μπάαθ θα υπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Αργότερα, αυτά θα ακολουθούσαν την ηγεσία του προέδρου Νάσερ της Αιγύπτου:
«Στη Συρία, το κόμμα άντλησε αρχικά υποστήριξη από τους σουνίτες μουσουλμάνους και τους Ορθόδοξους (Χριστιανούς) μικροαστούς των πόλεων είτε από τους επιφανείς των χωριών, ιδιαίτερα από τις Αλαουίτικες και Δρούζικες περιοχές της Λατάκιας.
«Η κοινωνική βάση του κόμματος παρέμεινε η μικροαστική τάξη των πόλεων και στην επαρχία οι μεσαίοι κτηματίες με τοπικό κοινωνικό κύρος», σημειώνει η Θάμπιτα Πέτραν. «Ωστόσο, το Μπάαθ δεν αναπτύχθηκε πολύ στις πόλεις. Οι περισσότεροι των Σουνιτών μικροαστών, ακόμα και στη Δαμασκό, επηρεάζονταν από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και αργότερα επίσης από τον Πρόεδρο Νάσερ. Αλλά το Μπάαθ κέρδισε οπαδούς μεταξύ των φοιτητών και στρατιωτικών ευέλπιδων: των μελλοντικών διανοούμενων και αξιωματικών του στρατού»
Dilip Hiro; " Inside The Middle East"; London 1982, σ. 130.
Ένα σχετικό κόμμα ήταν το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Το κόμμα αυτό είχε μια μαζική αγροτική βάση, που θα καθίστατο ζωτική για το Μπάαθ:
«Το άλλο κόμμα που αντλούσε υποστήριξη από τους ευέλπιδες του Στρατού ήταν το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που ιδρύθηκε το Γενάρη του 1950 από τον Άκραμ Χουράνι, δικηγόρο στη Χάμα (…). Με πρότασή του, η συριακή κυβέρνηση είχε θεσπίσει την πολιτική ισότητας, ανεξαρτήτως κοινωνικής καταγωγής των αιτούντων για τη μόνη στρατιωτική ακαδημία, στο Χομς. Δεδομένου ότι μια καριέρα στρατιωτικού ήταν ο μόνος δρόμος ένας γιος κάποιου φτωχού ή μεσαίου αγρότη να ανεβάσει το κοινωνικό του κύρος, η Ακαδημία του Χομς προσέλκυσε πολλούς αιτούντες από αυτό το στρώμα της κοινωνίας. Δεδομένης της δέσμευσης του ΑΣΚ για τερματισμό της φεουδαρχίας και της διανομής κρατικής γης στους άκληρους, και της ηγεσίας του στους αγροτικούς κύκλους, δεν ήταν τυχαίο ότι έλαβε σημαντική υποστήριξη στους νέους ευέλπιδες και αξιωματικούς».
Hiro, ό.π., σ.131.
Σύντομα το ΑΣΚ και το Μπάαθ συνενώθηκαν, σχηματίζοντας το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ το 1953. Οι ηγέτες του, που αργότερα βγήκαν στην υπερορία, ήταν οι Μισέλ Άφλακ, Σάλεχ Αντ Ντιν Μπιτάρ και Άκραμ Αλ Χαουράνι.
Όπως ήδη σημειώθηκε, εκπροσωπούσαν τα «μεσαία» στελέχη που αποτελούνταν από εκπροσώπους της μικροαστικής τάξης που έχοντας μορφωθεί, συνειδητοποιούσαν την ανάγκη για μια προοδευτική εκσυγχρονιστική αλλαγή. Αλλά τα περισσότερα στοιχεία του («λευκά κολλάρα» των πόλεων, δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, μεγάλα τμήματα του στρατού και της αεροπορίας κλπ) δεν ήταν κομμουνιστικής ιδεολογίας. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ τώρα επανεπιβεβαίωνε τους ιδρυτικούς στόχους του Μπάαθ:
«Ενωμένοι από την αντίθεσή τους στο δικτατορικό καθεστώς του συνταγματάρχη Αντίμπ Σισάκλι, οι ηγέτες του Μπάαθ και του ΑΣΚ το Σεπτέμβρη του 1953 αποφάσισαν να ιδρύσουν το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ: αυτό έγινε τυπικά 6 μήνες αργότερα. Το νέο κόμμα επικύρωσε το κεντρικό σύνθημα του Μπάαθ: «Ελευθερία, Ενότητα, Σοσιαλισμός»».
Hiro, ό.π., σ.131.
Τι σήμαινε ο «Σοσιαλισμός» για το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ; Αυτός ήταν μια διευρυμένη και μη ακριβώς ορισμένη ιδέα:
«Ο Σοσιαλισμός, τελευταίο στο τριαδικό σύνθημα του Μπάαθ, είναι λιγότερο ένα σύνολο κοινωνικοοικονομικών αρχών και περισσότερο ένα διευρυμένο μέσο εθνικής ηθικής βελτίωσης(…) Αυτό που [οι ηγέτες του Μπάαθ] έλεγαν ήταν πως ο σοσιαλισμός ήταν μέσο εξάλειψης της φτώχειας, της αμάθειας, των ασθενειών και η επίτευξη της προόδου μέσω μιας ανεπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας ικανής να διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με τα άλλα έθνη»
Hiro, ό.π., σ.131.
Η αγροτική βάση του ΑΣΚ έδωσε στο νέο κόμμα μια μαζική βάση:
«Η προσχώρηση της κατά κύριο λόγο αγροτικής βάσης του ΑΣΚ στο νέο κόμμα τού έδωσε μια μαζική σύνθεση που το παλιό κόμμα, το οποίο βασιζόταν στις πόλεις, στερούταν. Η εκλογή 16 βουλευτών στη Χαμά, το προπύργιο του ΑΣΚ, στις γενικές εκλογές του Σεπτέμβρη, ενίσχυσαν τα χέρια της αριστερής πτέρυγας του κόμματος και μαλάκωσε την αντικομμουνιστική του στάση, η οποία σχετιζόταν με τους ιδρυτές του προ συγχώνευσης κόμματος Μπάαθ».
Hiro , ό.π,131.
vii. Η αιγυπτιακή εκδοχή της Μπααθικής ιδεολογίας- Ο Νασερισμός
Ο Νασερισμός ήταν μια ειδική μορφή του Παναραβισμού, με επικεφαλής τον Γκαμάλ Αμπντ Αλ Νάσερ. Με αφετηρία το εθνικιστικό κίνημα στην Αίγυπτο μονάχα, ο Νάσερ ανανέωσε την ελπίδα για απελευθέρωση από τον ιμπεριαλισμό σε μεγάλα τμήματα της Μέσης Ανατολής, χρησιμοποιώντας αντί για την έννοια «Μπάαθ», την λέξη «Ουάχντα», που κατέληξε να σημαίνει το ίδιο. Η Ουάχντα (στα αραβικά σημαίνει «ενότητα»), προβαλλόταν ως μια ανανέωση της αραβικής «κουλτούρας» που κατά τον 20ο αιώνα είχε το μανδύα του πατριωτισμού.
Ως στρατηγική των εθνικών αστικών τάξεων της Μέσης Ανατολής, και οι δύο ιδεολογίες στόχευαν να περιορίσουν το μαζικό κίνημα, δίνοντας έμφαση στην έννοια «αραβικοί λαοί» και αφαιρώντας της οποιοδήποτε ταξικό περιεχόμενο.
Ο ρεβιζιονισμός στα κόμματα όλης της Μέσης Ανατολής είχε στερήσει από την εργατική τάξη μια ικανή ηγεσία. Ο Νασερισμός μπόρεσε να ισχυροποιηθεί μόνο επειδή το Αιγυπτιακό Εργατικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ήταν πλέον υπό την επιρροή των πλέον ρεβιζιονιστών Σοβιετικών ηγετών.
Η Ουάχντα καλούσε σε ενότητα των διαφόρων αγωνιζόμενων εθνικών αστικών τάξεων εναντίον του ιμπεριαλισμού. Ήλπιζεπως ήταν ικανή να αποφύγει την κοινωνική επανάσταση, με τη χρήση εθνικιστικών δημαγωγικών συνθημάτων. Στην πραγματικότητα, προνοούσε τη δημιουργία μιας ταξικής συμμαχίας, όλων των εθνικών αστικών τάξεων και των εργατικών τάξεων διαφόρων χωρών, η οποία θα είχε επικεφαλής την εθνική αστική τάξη.
Ήλπιζε ότι οι αδύναμες εθνικές αστικές τάξεις, ενωμένες, θα μπορούσαν να γίνουν αρκετά ισχυρές ώστε να πολεμήσουν τον ιμπεριαλισμό και, από την άλλη, να περιορίσουν την κοινωνική επανάσταση.
Εν τέλει, ο Παναραβισμός απέτυχε, καθώς υπήρχε μία εθνική αστική τάξη που κυριάρχησε, που προσπάθησε να δημιουργήσει «κομπραδόρικες» σχέσεις με τις άλλες αδύναμες εθνικές αστικές τάξεις. Αυτή η εθνική αστική τάξη που κυριάρχησε ήταν η Αιγυπτιακή, με επικεφαλής το Νάσερ. Ήταν επιτυχής για ένα διάστημα, όπως αποδεικνύει η δημιουργία της θνησιγενούς Ενωμένης Αραβικής Δημοκρατίας- αποτελούμενης από την Αίγυπτο και τη Συρία. Ωστόσο, η επικρατούσα Αιγυπτιακή αστική τάξη, δεν μπορούσε να καταπνίξει τη Συριακή εθνική αστική τάξη της συμμαχίας. Έτσι, το πείραμα απέτυχε.
Εικόνες:
συνέχεια
από πετρος 06/08/2011 11:49 πμ.
σ.σ. στη φωτό ο Χάλεντ Μπακντάς πρώτος κομμουνιστής εκλεγμένος στη συριακή βουλή το 1955
viii.Το Συριακό Κομμουνιστικό Κόμμα
Το κόμμα ιδρύθηκε από τον Γιουσούφ Ιμπραήμ Γιάζμπακ, που χρησιμοποίησε την εφημερίδα Αλ Σάχαφι ατ Τ’εχ (Ο Περιπλανώμενος Δημοσιογράφος), για να δημιουργήσει έναν πυρήνα, και τον Φουάντ Ας Σάμλι, που μετά την εκδίωξή του από την Αίγυπτο, σχημάτισε έναν πυρήνα για το Λιβανέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι δύο ομάδες ενώθηκαν για να δημιουργήσουν το πρώτο αραβικό κομμουνιστικό κόμμα:
«Μετά από δύο συνεδριάσεις τον Οκτώβρη του 1924 στην Αλ Χάνταθ (προάστιο της Βυρηττού), ιδρύθηκε ένα κομμουνιστικό κόμμα στη Συρία και το Λίβανο στις 24 Οκτώβρη 1924 από 5 άραβες (4 εργάτες και 1 διανοούμενο): τους Γιάζμπακ, Αλ Σαμάλι, Φαρίντ Τόμα, Ηλίας Κασάμι και Μπούτρος Χισίμα. Επέλεξαν το Γιάζμπακ ως γενικό γραμματέα και ονόμασαν το κόμμα Λιβανέζικό Λαϊκό Κόμμα, ως ένα νόμιμο μέτωπο για το κομμουνιστικό κόμμα. Η Ανώτατη Επιτροπή των Συνδικάτων αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα των μελών του κομμουνιστικού κόμματος και της μετωπικής του οργάνωσης, του Λιβανέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό ήταν το πρώτο κομμουνιστικό κόμμα που ιδρύθηκε στον Αραβικό κόσμο»Tareq Ismael and Jacqueline Ismael: "The Communist Movement in Syria And Lebanon"; Gainsville Florida, 1998, σ. 8.
Επικοινώνησαν με την Κομιντέρν το 1924, που τους έστειλε το Τζόζεφ Μπέργκερ του Κομμουνιστικού Κόμματος Παλαιστίνης. Αυτό είχε ιδρυθεί το 1923, αλλά ήταν μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς. (Degras J: Vol. 2,σ. 95).
Ο Μπέργκερ ανέλαβε την ευθύνη για την «συγκρότηση του Λιβανέζικου ΚΚ». Όμως γρήγορα προέκυψαν προβλήματα, καθώς επέμενε στην ηγεμονία του ΚΚΠ:
«Σχεδόν από την αρχή, υπήρχαν σημάδια έντονων διαφωνιών μεταξύ του εκπροσώπου του Κομμουνιστικού Κόμματος Παλαιστίνης, του Τζόζεφ Μπέργκερ, και των Λιβανέζων Κομμουνιστών σχετικά με την απόρριψη των παλαιστινίων επιτρόπων επί του λιβανέζικού κόμματος. Ήταν προφανές πως το Παλαιστινιακό Κομμουνιστικό Κόμμα ήθελε το Λιβανέζικο κόμμα να αποτελεί τμήμα του, ενώ το Λιβανέζικο κόμμα επέμενε στη διατήρηση της ανεξαρτησίας του.
Αυτό συνέβη παρά τη σύμπνοια που υπήρχε μεταξύ των μελών του κόμματος και εκείνων του κόμματος της Παλαιστίνης κατά την πρώτη δεκαετία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης, που ήταν τότε σχεδόν αποκλειστικά εβραϊκό,ήταν εκείνο τον καιρό το πιο ώριμο ιδεολογικά, οργανωτικά συνεκτικό και γνήσια κομμουνιστικό στη Μέση Ανατολή. Οι ηγέτες του πίστευαν πως το κόμμα τους είναι «το μόνο κομμουνιστικό μέτωπο στην Αραβική Ανατολή» και θεωρούσαν καθήκον τους «την απόδοση προσοχής σε κάθε ζήτημα (…) σε σχέση με την επανάσταση (…), την επίβλεψη επί των θεμάτων της Συρίας, της Αιγύπτου, και των Ισλαμικών Συνεδρίων στο Κάιρο, τη Μέκκα και αλλού». «Ωστόσο, οι φιλοδοξίες τους αναδιπλώθηκαν γρήγορα από την Γραμματεία Υποθέσεων Ανατολής της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία το Δεκέμβρη του 1926 επέκρινε τους παλαιστίνιους κομμουνιστές για το «φιλόδοξο αίτημά τους να μονοπωλούν τη δουλειά για τις γειτονικές χώρες» και θεωρούσε πως ήταν ασθένεια, βλαβερή για την περαιτέρω εξάπλωση της κομμουνιστικής επιρροής στην περιοχή».
Ismael and Ismael; , ό.π, σ.8.
Η στάση αυτή του ΚΚ Παλαιστίνης παρέμεινε και αργότερα, όπως φαίνεται από τη συζήτηση στην Κομιντέρν για την επανάσταση στον Αραβικό κόσμο (βλ. 3ο παράρτημα : Η Κομιντέρν στον Αραβικό Κόσμο).
Το κόμμα εκπόνησε ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα που περιλάμβανε εργασιακά ζητήματα και την «προώθηση της λιβανέζικης βιομηχανίας, γεωργίας και εμπορίου» και την εθνικοποίησή τους, όπως και τον έλεγχο των θρησκευτικών κληροδοτημάτων από δημόσιους οργανισμούς (Ismaels , ό.π., σ.10-11).
Το 1925, μια Αρμένική Οργάνωση (η Λίγκα Σπάρτακος) άρχισε συνομιλίες και συγχωνεύτηκε την Πρωτομαγιά, οπότε και δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Συρίας & Λιβάνου (ΚΚΣΛ). Η πρώτη Κεντρική Επιτροπή περιλάμβανε και έναν εκπρόσωπο του Παλαιστινιακού ΚΚ- τον Ιακώβ Τέπερ(Heikal M; "The Sphinx and the Commissar"; NewYork; 1978, σ. 41).
Το 1926, ωστόσο, η Γραμματεία Υποθέσεων Ανατολής της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, έθεσε το κόμμα υπό την επίβλεψη του Παλαιστινιακού ΚΚ, ανακαλώντας την προγενέστερη λιβανέζικη απόφαση (Ismael and Ismael;, ό.π., σ.14). Στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το Σεπτέμβρη του 1928, το ΚΚΣΛ πήρε μέρος.
Επί Γαλλικής Εντολής, το ΚΚ Συρίας (ΚΚΣ) λειτουργούσε νόμιμα, αν και υφίστατο διώξεις, όπως την απαγόρευση της έκδοσης της εφημερίδας του –«Αλ Ινσανίγια» ( «Η Ανθρωπότητα»).
Τον καιρό της διχοτόμησης της Μεγάλης Συρίας, το ΚΚΣΛ αντιστάθηκε σθεναρά. Το 1930, βγήκε από την μυστική δράση και εμφανίστηκε δημόσια (Ismaels, ό.π., σ.17).Το πρώτο πλήρες πρόγραμμά του εκδόθηκε το 1931.
Το πρόγραμμα απηύθυνε κάλεσμα για την εθνική απελευθέρωση της Συρίας και του Λιβάνου και καλούσε σε μια Δημοκρατική Επανάσταση, η οποία περιελάμβανε αναδιανομή της γης και κατάργηση της φεουδαρχίας.
Ο Χάλεντ Μπακντάς μπήκε στο κόμμα το 1930, στρατολογημένος από τον Ας Σαμάλι. Προωθήθηκε στην Κεντρική Επιτροπή στα μέσα του 1931, προστατευόμενος από τον Αρτίν Μαντογιάν. Εντός 5 μηνών είχε πετύχει την διαγραφή του Ας Σαμάλι για «αβάσιμους και ευλογοφανείς ισχυρισμούς για διασυνδέσεις του με την Ασφάλεια».
Ismaels , ό.π., σ. 20.
6 μήνες αργότερα, ο Μπακντάς είχε γίνει Γενικός Γραμματέας του Κόμματος, στις αρχές του 1932, και προχώρησε στη μετάφραση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στα Αραβικά. Καταρτίστηκε περαιτέρω στη Μόσχα και εκεί, έγινε ο μόνιμος εκπρόσωπος των Αραβικών Κομμουνιστικών Κομμάτων το 1934. Παρότι η Κομιντέρν απέρριψε τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας Αραβικών κομμουνιστικών κομμάτων, για λόγους ασφαλείας, στο ΚΚΣΛ δόθηκε, στην πράξη, η «επίβλεψη» της περιοχής.
Το ΚΚΣΛ υποστήριξε την κυβέρνηση του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου και ήλπιζε πως αυτό θα οδηγούσε στην Ανεξαρτησία της Συρίας. Εκείνο τον καιρό, επιτράπηκε για πρώτη φορά η έκδοση του οργάνου του ΚΚ Συρίας, της «Σάουτ Ας Σάαμπ («Η Φωνή του Λαού»). Ωστόσο, το ΚΚ Συρίας παρέμεινε μικρό, με 200 περίπου μέλη, αριθμός που ανήλθε στα 2000 ως το 1939. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 υπήρξε μια εσωκομματική εκκαθάριση που ανέλαβαν όσοι καλούσαν σε συνεργασία με τους Άραβες εθνικιστές.(Ramet, Pedr "The Soviet Syrian Relationship Since 1955 - A Troubled Alliance"; Boulder; 1990, σ.65.).
Με την κήρυξη πολέμου στην ΕΣΣΔ, το ΚΚΣΛ παρείχε βοήθεια στις Συμμαχικές δυνάμεις εναντίον του φασισμού. Αλλά κατά τον πόλεμο, έγιναν σημαντικά βήματα προς τα πίσω για την επανάσταση. Στις εκλογές του Αυγούστου του 1943, το ΚΚΣΛ δήλωνε:
«Διαβεβαιώνουμε τον εθνικό κεφαλαιοκράτη, τον εθνικό εργοστασιάρχη, ότι δεν τρέφουμε κανένα φθόνο ή κακία εναντίον της εθνικής του επιχείρησης. Αντίθετα, επιθυμούμε την πρόοδό του και την γοργή ανάπτυξή της. Αυτό που ζητούμε μονάχα είναι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας του εθνικού εργάτη. Διαβεβαιώνουμε τον ιδιοκτήτη γης ότι δεν ζητάμε ούτε πρόκειται να ζητήσουμε την απαλλοτρίωση της επιχείρησής του(…) Αυτό που ζητάμε είναι καλοσύνη έναντι του αγρότη και απαλλαγή του από την εξαθλίωση» Ismaels , ό.π., σ.32.
Αν και ήταν σωστός ο αγώνας για μια Εθνική Δημοκρατική Επανάσταση- τέτοιες υποσχέσεις παραβιάζουν το νόημα ενός Ενιαίου Μετώπου βασισμένου σε αρχές. Ομοίως, ο Μπακντάς προετοιμαζόταν να αποδεχτεί την ηγεσία της επανάστασης από το Εθνικό Μέτωπο. Ο Μπακντάς το πήγε τόσο μακριά ώστε να δηλώσει ότι το ΚΚΣΛ ήταν ένα «κόμμα εθνικής απελευθέρωσης»:
«πάνω από όλα, και πριν από κάθε άλλη σκέψη, ένα κόμμα εθνικής απελευθέρωσης, κόμμα ελευθερίας και ανεξαρτησίας»
Ismaels , ό.π., σ.33.
Και εξηγούσε την φιλικότητά του προς την ΕΣΣΔ από μια εθνικιστική σκοπιά:
«Προσεγγίζουμε αυτό [το ζήτημα των σχέσεων με την ΕΣΣΔ] ως πατριώτες και ως Άραβες (…) όχι επειδή η Σοβιετική Ένωση έχει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα»
Ismaels , ό.π., σ.33.
Μπορεί να συναχθεί ότι ήδη από το 1945, ο Μπακντάς ήταν ρεβιζιονιστής.
Το 1943, ο Μπακντάς ανέτρεψε όλη την προηγούμενη πολιτική του ΚΚΣΛ και βοήθησε για την επίτευξη των στόχων των Γάλλων αποικιοκρατών και των μετέπειτα νεοαποικιοκρατών, διασπώντας το κόμμα σε ξεχωριστές οργανώσεις για τη Συρία και το Λίβανο. Αυτή η απόφαση υιοθετήθηκε στο εθνικό Συνέδριο του 1943 στη Βηρυτό. Τα επιχειρήματά για κάτι τέτοιο ήταν αντικρουόμενα: «το εθνικό κίνημα στο Λίβανο ήταν λιγότερο αναπτυγμένο από ό,τι στη Συρία» και «η δημοκρατία είναι βαθύτερα ριζωμένη στο Λίβανο από ό,τι στη Συρία, όπου οι φεουδάρχες συνεχίζουν να εξουσιάζουν»(Ismaels , ό.π., σ.35).
Οι σχέσεις με το Γαλλικό ΚΚ ήταν στενές- αν όχι σχέσεις καθοδήγησης.
Από κει κι έπειτα, αφού τον μετανεξαρτησιακό χρόνο 1947 η νέα συριακή κυβέρνηση έθεσε εκ νέου εκτός νόμου το ΚΚ- τα δύο ΚΚ Λιβάνου και Συρίας ενώθηκαν ξανά, ως το 1958.
Από την ίδρυσή του, το ΚΚ Συρίας ήταν αντισιωνιστικό. Ωστόσο, με την ρεβιζιονιστικής έμπνευσης υποστήριξη του διπλωματικού σώματος της ΕΣΣΔ, η ΕΣΣΔ ψήφισε στον ΟΗΕ υπέρ της δημιουργίας του Ισραήλ, και αυτό οδήγησε το ΚΚ Συρίας να αλλάξει άποψη (για τις ρεβιζιονιστικές μανούβρες επί του θέματος βλ. τεύχος 30). Ως αποτέλεσμα, το κόμμα έχασε γρήγορα τη δημοφιλία του (Ismaels , ό.π., σ.39). Ο Μπακντάς αρνήθηκε να ανεχτεί κριτική σε αυτόν, εντός του κόμματος, και έγιναν εκκαθαρίσεις. Στην Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής το 1951, επανεπιβεβαίωσε τον έλεγχο του κόμματος. Σε αυτή τη συγκυρία, ο Μπακντάς ανακάλυψε ξανά την υπόδειξη του Στάλιν για τη διατήρηση μιας «πλήρους ανεξαρτησίας πολιτικής και οργανωτικής δράσης» εντός ενός Ενιαίου Μετώπου(Ismaels , ό.π., σ.43). Επίσης, ορθά ξαναδήλωσε πως ο στρατηγικός στόχος εκείνης της περιόδου ήταν η Δημοκρατική Εθνική Απελευθέρωση. Ως αποτέλεσμα αυτών των βημάτων, η υποστήριξη στο κόμμα ξαναμεγάλωσε.
Στις γενικές εκλογές του 1954, στη Δαμασκό, ο Χάλεντ Μπακντάς έγινε ο πρώτος εκλεγμένος κομμουνιστής βουλευτής, με 11.000 ψήφους. Αυτό έδειχνε μια λαϊκή υποστήριξη στο Κομμουνιστικό Κόμμα(Mohamed Heikal "The Sphinx and the Commissar"; NewYork; 1978, σ. 48).
Έδειχνε, επίσης, πως το Συριακό ΚΚ ακολουθούσε σωστή στρατηγική και τακτική σε αυτή τη φάση. Πράγματι, ο Μπακντάς εκφώνησε το 1955, στη Βουλή, μια αναμφίβολα Μαρξιστική-Λενινιστική αγόρευση:
«Εμείς οι κομμουνιστές πάντοτε δηλώναμε, και επαναλαμβάνουμε σήμερα, ότι το επίκεντρο της πολιτικής μας είναι να βρούμε κοινά σημεία, όχι διαφωνίες, με όλους τους πραγματικά πατριώτες (…)Το πρόγραμμά μας σε αυτό το εθνικό δημοκρατικό απελευθερωτικό στάδιο που βιώνει η χώρα μας είναι καθαρό όπως το κρύσταλλο: ενδυνάμωση των θεμελίων της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας, συμμετοχή στην ενδυνάμωση της παγκόσμιας ειρήνης, πάλη εναντίον των ιμπεριαλιστικών δολοπλοκιών, εξάπλωση και ενδυνάμωση της δημοκρατίας, απελευθέρωση της οικονομίας μας καιδουλειά για τη βελτίωση της, μεταρρύθμιση της γεωργίας μας, άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργατών, των αγροτών και όλων των εκμεταλλευόμενων. Μετά την επίτευξη της εθνικής δημοκρατικής απελευθέρωσης, ανοίγουμε την πόρτα για ένα ανώτερο στάδιο, αυτό του σοσιαλισμού (…) ο επιστημονικός σοσιαλισμός παραδέχεται ότι ο δρόμος για κάθε χώρα προς το σοσιαλισμό πρέπει να συνάδει με τα χαρακτηριστικά κάθε χώρας και με την ιστορική της εξέλιξη, τις οικονομικές συνθήκες και άλλες εθνικές ιδιαιτερότητες της κοινωνίας (…) αυτό είναι το πρόγραμμά μας, και αυτοί είναι οι μεγάλοι μας στόχοι. Δείξτε μου πού αυτοί αντίκεινται με τα συμφέροντα της Συρίας»
(Ismaels , ό.π., σ. 47).
Στις ίδιες εκλογές το Μπάαθ κέρδισε επίσης πολλές έδρες. Συνεργάζονταν με το ΚΚΣ για τον έλεγχο των δρόμων (Hiro , ό.π., σ.131).
Η σωστή πολιτική, ήταν πράγματι η κίνηση από το πρώτο στάδιο προς το δεύτερο στάδιο του αγώνα για την Εθνική Δημοκρατική Απελευθέρωση- για το σοσιαλισμό. Ωστόσο, ένα χρόνο μετά, στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο Μπακντάς ξανά έστρεψε το κόμμα προς μια πιο απόλυτη έμφαση στους καθαρά εθνικούς στόχους, εγκαταλείποντας τη συνειδητή κίνηση προς τη δεύτερη φάση της.
ix. Το ΚΚ Συρίας, το Μπάαθ και η Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία
Το 1957, το Συριακό κόμμα ήταν ένα από τα ισχυρότερα στη Μέση Ανατολή. Την ίδια εποχή, η συμμαχία με το Μπάαθ ήταν ισχυρότερη από ποτέ. Η συμμαχία αυτή προχώρησε στην απέλαση των αμερικανών διπλωματών, την υπογραφή εξοπλιστικών συμφωνιών με τη Μόσχα και την τοποθέτηση ενός μέλους του Συριακού ΚΚ (το Συνταγματάρχη Αφίφ Αλ Μπίζρι) ως Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού- όλα αυτά τον Αύγουστο του 1957.
(Mohammed Heikal; "The Sphinx and the Commissar - The Rise and Fall of Soviet Influence in the Middle East"; New York; 1978; σ.76-78).
Αυτά προκάλεσαν αντισυριακές κινήσεις από τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ- που οργάνωσαν μια συγκέντρωση ιρακινών και τουρκικών στρατευμάτων γύρω από τα σύνορα με τη Συρία. Το Σεπτέμβρη του 1957, ο Κέρμιτ Ρούζβελτ της CIAστάλθηκε στην Αίγυπτο για να προειδοποιήσει το Νάσερ να μην προχωρήσει σε σύναψη συμφωνίας για οπλισμό από την ΕΣΣΔ. Ο Νάσερ άδειασε τις ΗΠΑ με μια δημόσια ανακοίνωση για την επικείμενη συμφωνία. Αυτό μετέτρεψε τη Μέση Ανατολή από μια καθαρά «Δυτική» εφεδρεία σε μια ελεύθερη για όλους ζώνη.
Όταν τα γεγονότα στο Σουέζ οδήγησαν στον επακόλουθο εξευτελισμό των Βρετανών και των Γάλλων, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν το επεισόδιο αυτό για να κυριαρχήσει ο ιμπεριαλισμός τους (για περισσότερα βλ. Τρεις Τακτικές των Εθνικιστών στη Μέση Ανατολή ).
Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω απόπειρες των ΗΠΑ για αποσταθεροποίηση της Συρίας. Ένα πραξικόπημα που υποστήριξαν τον Αύγουστο είχε ήδη αποτύχει (Hiro, ό.π., σ.132).
Κάτω από αυτή την πίεση υπήρξε πόλωση και φάνηκε πως ήταν πιθανό το ΚΚ Συρίας να αποκτούσε έλεγχο περαιτέρω ηγετικών θέσεων στη συμμαχική κυβέρνηση με τους Μπααθιστές. Οι Μπααθιστές ηγέτες κάλεσαν το Νάσερ να τους βοηθήσει για να καταπολεμήσουν τους κομμουνιστές.
Μια ανάλογη κατάσταση με τη σφαγή της Σαγκάης των αγροτών και των εργατών κατά την Κινεζική Επανάσταση το 1928 φαινόταν πως δημιουργείται (βλ. σημειώσεις στο «Στάλιν και η Κινεζική Επανάσταση του 1928» στο Ο Στάλιν και Η Κίνα). Ο Στάλιν είχε επανειλημμένα κάνει έκκληση στο ΚΚΚ, κατά το 1926 και στις αρχές του 1927 να έρθει σε ρήξη με το δεξιό Κουομιντανγκ και να κινηθεί προς έναν ένοπλο επαναστατικό αγώνα. Το ΚΚΚ δεν εισάκουσε αυτή την έκκληση.
«Η νίκη της επανάστασης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο αν αυτή η συμμαχία διαλυθεί, αλλά για να διαλυθεί, τα πυρά πρέπει να συγκεντρωθούν στη συμβιβαζόμενη εθνική αστική τάξη, να αποκαλυφθεί η προδοσία της, οι εκμεταλλευόμενες μάζες να απελευθερωθούν από την επιρροή της, και οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ηγεμονία του προλεταριάτου συστηματικά να προετοιμαστούν (…) Η ανεξαρτησία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρέπει να είναι το βασικό σύνθημα των πρωτοπόρων κομμουνιστικών στοιχείων, την ηγεμονία του προλεταριάτου πρέπει να προετοιμάσει και να φέρει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί και πρέπει να μπει σε μια ανοιχτή συμμαχία με το επαναστατικό τμήμα της αστικής τάξης προκειμένου, μετά την απομόνωση της συμβιβαζόμενης αστικής τάξης, να ηγηθεί των ευρέων μαζών της μικροαστικής τάξης των πόλεων και του χωριού στον αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού».
J.V.Stalin "Stalin's Letters to Molotov"; Edited Lars T.Lih; Oleg V. Naumov; and Oleg V.Khlevniuk; Yale 1995, σ.318-9.
Η κατάσταση του Συριακού Μπάαθ και του ΚΚ ήταν περίπου παρόμοια. Το Μπάαθ προετοιμαζόταν να αποστατήσει. Το Συριακό ΚΚ αρνιόταν να πάει τον αγώνα μπροστά, υπό το πρόσχημα της διατήρησης του ενιαίου μετώπου. Το Μπάαθ έστειλε εκπροσώπους στην Αίγυπτο προσφέροντας στο Νάσερ μια άμεση στρατιωτική και πολιτική ένωση της Συρίας και της Αιγύπτου. Φυσικά, ο Νάσερ είχε βάρβαρα καταστείλει τους Αιγύπτιους κομμουνιστές. Ο Συριακός στρατός ήταν ένθερμος υποστηρικτής της προσφοράς αυτής της ηγεσίας του Μπάαθ.
Καθώς το Συριακό ΚΚ αρνήθηκε να πάει πέραν του «εθνικού μετώπου», οδηγήθηκε ακόμα πιο πίσω. Αντί να αντιπολιτευτεί το Νάσερ- τον «ήρωα του Σουέζ»- εγκατέλειψε την προηγούμενη θέση του για μια χαλαρή ομοσπονδιακή φόρμουλα με την Αίγυπτο. Τώρα είχε ξεπεράσει το Μπάαθ και επέμενε σε μια «πλήρη ένωση» με την Αίγυπτο.
(Ismaels;, ό.π., σ.50). Άργότερα άλλαξε στάση, ήταν όμως πλέον αργά.
Ο Νάσερ άρπαξε την ευκαιρία και αποδέχτηκε την καταστροφική (για τους σύριους εργάτες και αγρότες αλλά και για την εθνική αστική τάξη) δημιουργία της Ενωμένης Αραβικής Δημοκρατίας το Φλεβάρη του 1958. Αυτή ήταν μια τυπική ενοποίηση της Συρίας και της Αιγύπτου, και εκπροσωπούσε μια επεκτατική φάση του αιγυπτιακού εθνικού κεφαλαίου υπό το Νάσερ. Αλλά μετά τη δημιουργία της ΕΑΔ, το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ διαλύθηκε πλήρως από τους ηγέτες του κατ’ απαίτηση του Νάσερ (Seale , ό.π., σ.60). Το Συριακό ΚΚ αρνήθηκε να διαλυθεί. Ο Νάσερ δεν ήταν ποτέ ολόθερμος υποστηρικτής της ΕΣΣΔ, όπως δείχνει η μεταχείρισή του έναντι των αιγυπτίων κομμουνιστών.
Η αιγυπτιακή καταστολή τόσο των Μπααθιστών όσο και των κομμουνιστών προχώρησε ακάθεκτη. Ο έλεγχος της Συρίας μεταφέρθηκε στο βοηθό του Νάσερ, Στρατάρχη Άμερ
(Seale, στο ίδιο, σ.59).
Αλλά όταν το Ιρακινό μοναρχικό καθεστώς ανατράπηκε από ένα υποστηριζόμενο από την ΕΣΣΔ πραξικόπημα του Στρατηγού Αμπντούλ Καρίμ Κάσεμ, οι σχέσεις της ΕΑΔ με το Ιράκ έγιναν έντονες. Το Ιράκ ήταν πλέον ένα κράτος-πελάτης της ΕΣΣΔ. Η κατάσταση επιδεινώθηκε για τους Σύριους Κομμουνιστές, των οποίων το κόμμα υποστήριξε τον Κάσεμ. Ο Κάσεμ αρνήθηκε την πρόσκληση του Νάσερ για ένωση με την ΕΑΔ.
Όμως το 1961, η κατάπνιξη του εθνικού συριακού κεφαλαίου είχε γίνει τόσο μεγάλη, που οι σύριοι εθνικιστές που πρόσκεινταν στο στρατό, οργάνωσαν πραξικόπημα που διέλυσε την ενότητα Αιγύπτου και Συρίας, ισχυρά υποστηριζόμενοι από την Ιορδανία, τη Σαουδική Αραβία και σύριους επιχειρηματίες. Μια άλλη, επίσης, πτέρυγα δυσαρέσκειας είχε δημιουργηθεί, με επικεφαλής το Χαφέζ Αλ Άσαντ, σε μια «Στρατιωτική Επιτροπή». Επειδή οι ηγέτες πολιτικοί του Μπάαθ είχαν πρώτα καλέσει σε Ένωση με την Αίγυπτο και μετά την απαρνήθηκαν- είχαν «ριχτεί». Τα μέλη της Στρατιωτικής Επιτροπής είχαν φυλακιστεί. Αυτή η κατάσταση επέτρεψε σε πρώην επιφανείς κομπραδόρους να πάρουν τον έλεγχο του κράτους, με επικεφαλής το δρ. Μα’ρούφ Αντ Νταουάλιμπι, έπειτα το δρ. Μπασίρ Αλ Άζμα, και, τέλος, τον Χαλίντ Αλ Άζμ.(Seale, ό.π., σ.72).
Η Στρατιωτική Επιτροπή, ενώθηκε πλέον με τους Μπααθιστές υπό το Μισέλ Αφλακ. Με το πραξικόπημα του 1963, η Στρατιωτική Επιτροπή πήρε τον έλεγχο μιας πολυσύνθετης συμμαχίας τόσο με τους Μπααθιστές όσο και με στοιχεία πρώην Νασερικών. Ο Άσαντ ήταν κυρίως στο παρασκήνιο, σε αυτή τη φάση. Όταν οι Νασεριστές παρακινήθηκαν από την Αίγυπτο, προσπάθησαν να πάρουν την εξουσία. Σε μια έντονη μάχη στις 18 Ιούλη 1963, οι πιστοί στο Μπάαθ στρατιωτικοί επικράτησαν. Τα επόμενα χρόνια, ο Άσαντ πήρε τον έλεγχο του Κόμματος Μπάαθ. Μέχρι το 1966 είχε «καθαρίσει» με τους επιφανείς ηγέτες του Μπάαθ: ο Αμιν Αλ Φάφιζ συνελήφθη, ενώ οι Μισέλ Αφλακ και Σαλάχ Αλ Μπιτάρ απελάθηκαν(Seale ό.π., σ.102).
Ο Μπακντάς είχε απελαθεί νωρίτερα από τη Συρία. Τώρα του επιτράπηκε να γυρίσει, το 1966, μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις:
«Στο Χάλεντ Μπακντάς, βετεράνο ηγέτη του Συριακού Κομμουνιστικού Κόμματος επιτράπηκε ο επαναπατρισμός μετά από 8 χρόνια εξορίας, ενώ για πρώτη φορά στη Συριακή ιστορία- ο Σαμίχ Ατίγια μπήκε στην κυβέρνηση ως Υπουργός Επικοινωνιών (…) Ο Μπακντάς επέστρεψε υπό αυστηρούς όρους, καθώς του απαγορεύτηκε να διοργανώνει συγκεντρώσεις και να κάνει ομιλίες (…)».Seale; , ό.π., σ.108-109.
Στην πραγματικότητα, στο Μπακντάς επιτράπηκε ο επαναπατρισμός ως αντάλλαγμα- οι Χρουσωφικοί είχαν απαιτήσει την επιστροφή του ως αντάλλαγμα για την πληρωμή της οικοδόμησης του φράγματος του Ευφράτη- ικανού να χτιστεί μόνο με τη Χρουσωφική «βοήθεια». Οι άλλες δύο προϋποθέσεις ήταν η απόδοση υπουργικού θώκου στον Ατίγια- και η αδειοδότηση για ελεύθερη κυκλοφορία κομμουνιστικής εφημερίδας στη Δαμασκό (RametPedr ό.π., σ.38).
Το Συριακό κράτος γινόταν πλέον γρήγορα ένα κράτος-πελάτης του νεο-σοβιετικού ιμπεριαλισμού. Υπήρχαν δύο οχήματα για την ΕΣΣΔ, το Συριακό ΚΚ, αλλά τώρα, πιο σημαντικό και το Μπάαθ, που υποσκέλιζε το ΚΚ.
x. Το Συριακό ΚΚ και οι Χρουσωφικοί Ρεβιζιονιστές
Ακριβώς την ίδια περίοδο, αντεπαναστατικά γεγονότα λάμβαναν χώρα εντός της ΕΣΣΔ. Ο Χρουσώφ εξεδίωκε τους Μαρξιστές-Λενινιστές από κάθε κρατικό αξίωμα. Οι Σεπίλοφ, Μολότοφ, Καγκάνοβιτς, εκδιώχτηκαν από κάθε έλεγχο επί του κόμματος της ΕΣΣΔ τον Ιούλη του 1957.
Οι θέσεις του Συριακού ΚΚ, δεν ήταν δυνατό να λάβουν μια επαναστατική πορεία από τους χρουσωφικούς. Αντίθετα, μια σωστή προσέγγιση για το ζήτημα του Ενιαίου Μετώπου σε συμμαχία με την αστική δημοκρατία ανατράπηκε.
(για τις στροφές και αλλαγές των ρεβιζιονιστών μετά το θάνατο του Στάλιν βλ. τεύχος 25: Ο Χρουσωφικός ρεβιζιονισμός για το Αποικιακό Ζήτημα).
Ο Μπακντάς άνοιξε ανοιχτή πολεμική με τις Χρουσωφικές δυνάμεις.
Καθώς η Αίγυπτος ήταν μια σημαντική νέα ημιαποικία της ρεβιζιονιστιικής ΕΣΣΔ, η Μέση Ανατολή συγκέντρωσε ειδικότερη προσοχή. Ο Ρ.Α. Ουλιανόφσκι που είχε εξειδικευτεί στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, ήταν βοηθός του ρεβιζιονιστή Μπορίς Πονομαριόφ, ο οποίος ήταν βοηθός του Μιχαήλ Σουσλόφ, του ιδεολογικού καθοδηγητή του κόμματος. ΣτονΟυλιανόφσκιανατέθηκεειδικόςρόλοςεπίτηςΜέσηςΑνατολής. Οι Νάσερ και Ουλιανόφσκι ήρθαν σε συνεννόηση για το τι θα συνιστούσε την Αραβική Σοσιαλιστική Ένωση.
Η συζήτηση πρώτα άνοιξε με τη νέα της μορφή στο 23ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, στη Μόσχα (29/3-8/4/1966). Ήδη ο Χρουσώφ είχε αποκηρύξει το Στάλιν στο 20ο συνέδριο (Φλεβάρης 1956). Το ζήτημα που προέκυπτε ήταν το πώς οι Κομμουνιστές θα αλληλεπιδρούσαν με τους αστούς εθνικιστές στη Μέση Ανατολή.
Ο Μπακντάς έκανε ακόμα μια στροφή, και τώρα υιοθέτησε μια σωστή Μαρξιστική-Λενινιστική γραμμή, εναντίον των ρώσων ρεβιζιονιστών των οποίων ηγούταν ο Ουλιανόφσκι. Πιστεύουμε ότι είναι πιθανό ο Μπακντάς να είχε προβληματιστεί για το ότι οι ρεβιζιονιστές της ΕΣΣΔ ευνοούσαν το Κόμμα Μπάαθ ως το «όχημά» τους. Έτσι, πήρε μια πιο σωστή Μαρξιστική-Λενινιστική άποψη επί του ζητήματος.
Ο Μπακντάς άνοιξε την επακόλουθη έντυπη διαμάχη στο μηνιαίο περιοδικό του διαδόχου της Κομινφόρμ «Προβλήματα Ειρήνης και Σοσιαλισμού» με τίτλο «Το Εθνικοαπελευθερωτικό Κίνημα και οι Κομμουνιστές» (Δεκέμβρης 1965). Εδώ:
1) Ο Μπακντάς υποστήριζε την ανεξαρτησία των Κομμουνιστικών Κομμάτων εντός των Ενιαίων Μετώπων. Στο άρθρο του ισχυριζόταν πως: «Αν και η Σοβιετική Ένωση και άλλες σοσιαλιστικές χώρες ακολούθησαν μια πολιτική συμμαχίας με μερικές από τις προσφάτως απελευθερωθείσες χώρες στην Ασία και την Αφρική», αυτό δεν σήμαινε ότι τα κομμουνιστικά κόμματα και οι δημοκρατικές δυνάμεις γενικά πρέπει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να υποστηρίζουν τις κυβερνήσεις τους και να αρνούνται να αγωνιστούν για δημοκρατικές ελευθερίες».
(Heikal,ό.π., σ. 157-161).
2) Ο Μπακντάς ισχυριζόταν πως οι κομμουνιστές θα πρέπει να διατηρούν την ηγεμονία στο Ενιαίο Μέτωπο εκ μέρους της εργατικής τάξης:
Πράγματι, ο Μπακντάς επέμενε ότι:
«Καμία άλλη κοινωνική ομάδα, καμία τάξη και κανένας μεμονωμένος ηγέτης δεν μπορεί να αναλάβει την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης (…) Παρότι παραδεχόταν ότι μπορεί να προκύψουν καταστάσεις όπου μια άλλη κοινωνική ομάδα ή ένας ηγέτης»θα μπορούσε να βρεθεί μπροστά στο κύμα του αγώνα εναντίον του φασισμού, του ιμπεριαλισμού, της φεουδαρχίας και, σε μερικές περιπτώσεις, και της μεγαλοαστικής τάξης».
3)Ο Μπακντάς ισχυριζόταν πως οι αστοί εθνικιστές θα πρέπει κριτικά να υποστηρίζονται:
Ο Μακντάς επεσήμαινε ότι:
«Πρέπει να υποστηριχτούν (…) Αλλά πρέπει να καιροφυλακτούμε εναντίον αποπειρών που θα δικαιολογούσαν τέτοιες συμμαχίες με διάφορες ψευτοθεωρίες που απορρίπτουν το ρόλο της εργατικής τάξης». Ο Μπακντάς τόνιζε ότι το προλεταριάτο πρέπει να είναι ηγέτης του κοινωνικού μετασχηματισμού και ότι «το μέλλον εξαρτάται από την πάλη μεταξύ των τάξεων και την έκβαση αυτής της πάλης».
4) Ο Μπακντάς απέρριπτε οποιαδήποτε «λαϊκιστική» εκδοχή του επιστημονικού Σοσιαλισμού, όπως αυτή του «Αραβικού Σοσιαλισμού»:
«Αμφιβάλλει για το επιχείρημα πως εκείνοι που έχουν ασπαστεί το Μαρξισμό μερικώς, μπορούν να παρακινηθούν να τον αποδεχτούν πλήρως σε κάποια μεταγενέστερη φάση: «υπάρχουν εκείνοι που λένε πως είναι υποστηρικτές του λεγόμενου «Αραβικού», «Αφρικανικού» ή «Ισλαμικού» σοσιαλισμού εν τέλει θα ανακαλύψουν πως ο μόνος πραγματικός σοσιαλισμός είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός (…) Η εμπειρία δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει».
5) Ο Μπακντάς ισχυριζόταν πως ο σοσιαλισμός απαιτούσε ένα συγκεντρωτικό μαζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που πρέπει να πάρει την εξουσία και κάτι τέτοιο δεν θα ήταν το ίδιο με την υλοποίηση απλών μεταρρυθμίσεων:
Ισχυρίστηκε ότι οι μεταρρυθμίσεις του κράτους ΔΕΝ ήταν το ίδιο με την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, και ότι ο τελευταίος εξαρτάται από το αν η εργατική τάξη θα είναι ηγέτιδα της επανάστασης και της κυβέρνησης:
«Απέρριπτε την ιδέα ότι το εποικοδόμημα σε μια χώρα πάντα αντανακλά τη βάση: «Αντίθετα, εσωτερικοί και εγχώριοι παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν ξαφνικές αλλαγές στο εποικοδόμημα που είναι ικανές να επηρεάσουν τη βάση». Αναφερόμενος στις αγροτικές μεταρρυθμίσεις σε χώρες όπως την Αλγερία, την ΕΑΔ και τη Συρία, έγραψε πως μόνο ο μηχανισμός του κράτους, μαζί με το στρατό και την αστυνομία, δεν ήταν επαρκής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων:
«Αυτό που χρειάζεται είναι ένα επιδραστικό, με κύρος, επαναστατικό μαζικό κόμμα που θα χαίρει της εμπιστοσύνης του λαού»(…)
«Ταυτόχρονα, είναι αβάσιμο να λέει κανείς πως η δεδομένη χώρα έχει πάρει το σοσιαλιστικό δρόμο. Το να ισχυρίζεται κανείς κάτι τέτοιο είναι το ίδιο με το να λέει πως ο ηγετικός ρόλος για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού δεν ανήκει πια στην εργατική τάξη αλλά έχει περάσει στις εθνικιστικές ομάδες και τη μικροαστική τάξη»
6)Τέλος, απέρριπτε την αιγυπτιακή εκδοχή του Λικβινταρισμού.
Ανοιχτά επέκρινε το Αιγυπτιακό κομμουνιστικό κόμμα για την αυτοδιάλυσή του, τον Απρίλη του 1965. Αυτή είχε λάβει χώρα μετά από συμβουλές των Χρουσωφικών, που συμβούλευσαν μάλιστα τα μέλη του να ενταχτούν στην Αραβική Σοσιαλιστική Ένωση ως άτομα.(Heikal , ό.π., σ.140-1)
Σε απάντηση όλων αυτών, οι Σοβιετικοί ρεβιζιονιστές επέπληξαν τον Μπακντάς.
Όπως λέει και ο Heikal, η επίσημη απάντηση ήρθε από ένα άρθρο του Ουλιανόφσκι με τίτλο «Μερικά προβλήματα της Μη Καπιταλιστικής ανάπτυξης των απελευθερωμένων Χωρών» που εμφανίστηκε στο σοβιετικό μηνιαίο περιοδικό «Κομουνίστ» το Γενάρη του 1966. Εδώ ο Ουλιανόφσκι απέρριπτε εκ μέρους του Χρουσωφικού ρεβιζιονισμού ένα ένα τα σημεία (Heikal, ό.π., σ.158-161).
Εκεί, ο Ουλιανόφσκι έλεγε:«Η ζωή απαιτεί τη δημιουργία ενός αριστερού συνασπισμού, όπου τα πιο συνειδητά και τα καλύτερα Μαρξιστικά-Λενινιστικά στοιχεία θα παίζουν το ρόλο του φίλου και του βοηθού των εθνικών δημοκρατών (…) Αν οι μαρξιστές-λενινιστές αναλάβουν αυτή την αποστολή σε έναν αριστερό συνασπισμό, θα βοηθήσουν τους προοδευτικούς να αποφύγουν τη διάπραξη λαθών και έτσι θα ασκήσουν ευεργετική επιρροή στις κρίσιμες στιγμές της ανάπτυξης»(Ηeikal, ό.π., σ.158-159).
Δυστυχώς, ακόμα και τώρα, από όσο γνωρίζουμε, ο Μπακντάς δεν έχει ανοιχτά και πλήρως αποκηρύξει το Χρουσωφικό ρεβιζιονισμό (σ. μετάφρ: το άρθρο γράφτηκε πριν το 1995 οπότε και πέθανε ο Μπακντάς).
Αργότερα, με τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967, μετά τη σύμπραξη των ρώσων ρεβιζιονιστών με τις ΗΠΑ και το κράτος του Ισραήλ στην καταστροφή των αραβικών δυνάμεων (βλ. Heikal, ό.π., σ.178-183), διάφορες απόπειρες έλαβαν χώρα για να υπάρξει ένας «διακανονισμός μετά από διαπραγμάτευση».
Εκείνη την περίοδο, ο Μπακντάς ρωτήθηκε να σχολιάσει τα δύο ανταγωνιστικά πλάνα για αυτό το διακανονισμό. Έναν που προέκυπτε από το Γκρομίκο και τους ρώσους ρεβιζιονιστές και έναν άλλο, από τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Το σχόλιό του ήταν αποκαλυπτικό:
«Αφότου διάβασε τη ρωσική εκδοχή (…) του δόθηκαν οι αμερικανικές προτάσεις. Δεν μπορούσε να μην επισημάνει τις ομοιότητες, και παραδέχτηκε πως δεν υπήρχε άραβας κομμουνιστής που θα μπορούσε να υποστηρίξει το Σχέδιο Γκρομίκο- και δεν υπήρχαν ούτε άραβες εθνικιστές που θα μπορούσαν να το υποστηρίξουν. Η εξήγηση που έδωσε ο Μπακντάς ήταν (…) πως οι Ρώσοι ήθελαν να δείξουν στους Αμερικάνους πωςήταν οι άραβες που ήταν αρνητικοί (…).
Ο Μπακντάς παραδέχτηκε πως είχε απογοητευτεί από τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα επί του Παλαιστινιακού. «Πρέπει να το παραδεχτούμε», είπε, «πως υπάρχει μεγάλη εβραϊκή επιρροή στα Ευρωπαϊκά Κομμουνιστικά Κόμματα και ότι αν δεν υπήρχε η Σοβιετική επιρροή, το ψήφισμα για τη Μέση Ανατολή στη Συνδιάσκεψη της Μόσχας θα ήταν αποδυναμωμένο. Για το θέμα του Σιωνισμού, οι Ρουμάνοι αποδείχτηκαν βασιλικότεροι του βασιλέως: οι ισραηλινοί κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να αναγνωρίζουν τα δίκαια του παλαιστινιακού λαού, αλλά οι Ρουμάνοι αρνούνταν»
Heikal , ό.π., σ.195-196.
Το 1971, όταν οι Ρώσοι και τυπικά έφυγαν από την Αίγυπτο ο Χάλεντ Μπακντάς πήγε ξανά στη Μόσχα, σε θέση πλέον να ισχυρίζεται πως η πολιτική μιας υποστήριξης χωρίς αρχές- ως το βαθμό της κατάλυσης της ανεξαρτησίας του Κομμουνιστικού Κόμματος- είχε αποδειχτεί ξανά λάθος. Αλλά οι ρεβιζιονιστές είχαν ως τότε ήδη προκαλέσει τεράστια ζημιά στη Μέση Ανατολή (Heikal; ό.π., σ.253).
Η τελευταία περίοδος της πολιτικής ζωής του Μπακντάς ήταν, ωστόσο, μια νέα ροπή προς το ρεβιζιονισμό.
Εν κατακλείδι, πιστεύουμε ότι ο Μπακντάς προσπάθησε να πολεμήσει τις σοβιετικές ρεβιζιονιστικές διαστρεβλώσεις της επαναστατικής γραμμής σε αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες, αλλά εν τέλει, εξαιτίας του εκφυλισμού του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος που είχε επικεφαλής το ρεβιζιονισμό, ο Μπακντάς δεν ήταν σε θέση να αντιπαλέψει την παγκόσμια προπαγάνδιση της νέας ρεβιζιονιστικής γραμμής που προωθούσε η Μόσχα. Όπως έλεγε και ο Heikal:
«Υπήρχε μια σημαντική αντίθεση των απόψεων του Χάλεντ Μπακντάς και του Ουλιανόφσκι-Ο Χάλεντ Μπακντάς ήθελε κάθε τοπικό κόμμα να είναι μια ξεχωριστή οντότητα (…) ενώ ο Ουλιανόφσκι επιθυμούσε να τα κρατά εντός των εθνικών οργανώσεων» (Heikal; ό.π., σ.160).
Τελικό Συμπέρασμα:
Δεν μπορεί να υπάρχει καμία λύση στα προβλήματα του Συριακού λαού παρά μόνο με το σχηματισμό ενός Μαρξιστικού-Λενινιστικού κόμματος εκεί. Οι «λύσεις» του Παναραβισμού έχουν αποδειχτεί εσφαλμένες.